Σ’αυτό το κόσμο όσοι αγαπούνε, έχουν βρώμικα All Star

Image

Έγλυψα τα δάχτυλά μου ασυναίσθητα.

«Υπάρχει κάτι απίστευτα ερωτικό στο να τρως με τα δάχτυλα. Κάτι σαν εκείνη τη μικρή διαστροφή που κρύβεται στο πληθυντικό της ευγένειας στις συνομιλίες μεταξύ ατόμων κοντινής ηλικίας την ώρα που ψιλοφλερτάρουν. Λες και παίρνεις μέρος σε σκηνή από τις Επικίνδυνες Σχέσεις!»

Κάτι τέτοια σκεφτόμουν στιγμές σαν κι αυτές και συνήθως χάζευα βυθισμένη.

Τώρα όμως μάλλον το είχα παρακάνει γιατί το μισό σοκολατάκι είχε ήδη λιώσει στα δάχτυλά μου κι αναγκαστικά τα ξανάβαλα στο στόμα σχεδόν μηχανικά.

Πάντα έπαιζα με τα δάχτυλα και το στόμα μου.  Όταν ήμουν αμήχανη, έκανα γκριμάτσες.  Όταν σκεφτόμουν, έσμιγα και κούναγα πέρα δώθε τα χείλια μου. Όταν ήθελα κάτι ή μάλλον κάποιον, δάγκωνα το κάτω χείλος μου κι όταν του μίλαγα, έβαζα πάντα τα δάχτυλα μου μπροστά στο στόμα μου λες κι ήθελα να σταματήσουν, να προλάβουν όποια λέξη πήγαινε να βγει ενώ δεν έπρεπε.  Αν έβλεπες τα χέρια μου, θα καταλάβαινες πόσο αστείο ήταν αυτό.  Μικρά χέρια και λεπτά δάχτυλα.  Τι να πρωτοπρολάβουν από το χείμαρρο;

-Κοιτάς τον άλλο στα μάτια ε; (Με είχε ρωτήσει όταν είχαμε βρεθεί)

-Πάντα!  Είναι το πρώτο πράγμα από τα τρία που προσέχω με τη πρώτη στους ανθρώπους.

-Τα άλλα δύο;

-Η σειρά πάει ως εξής Μάτια, όχι γιατί «καθρεφτίζουν την ψυχή του άλλου» και τέτοια αφόρητα κλισέ, αλλά γιατί μου αρέσει να κοιτάω τις αντιδράσεις τους σε αυτά που μου λέει ο άλλος.  Χέρια, γιατί κάποια στιγμή ίσως και να με αγγίξουν και θα θελα να ξέρω πως θα είναι.  Δεν είναι το άγγιγμα που φαντάζομαι, αυτό δε μπορείς να το καταλάβεις ποτέ. Τα πιο σκληρά χαστούκια μου τα έδωσαν χέρια «πιανίστα». Στη όψη τους επικεντρώνομαι.

– Και το τρίτο;

– Τα παπούτσια.

-Μου κάνεις πλάκα;  (μου είχε πει γελώντας μηχανικά)

– Καθόλου!  Αν το καλοσκεφτείς, τα παπούτσια είναι το τελείωμα, η κατακλείδα του άλλου.  Είναι αυτό που ολοκληρώνει την όψη του και ορίζει το μόνο κομμάτι γης που του ανήκει.  Το μόνο χωράφι μας, είναι αυτό που ορίζουν οι σόλες των παπουτσιών μας Φάτσα!  Άρα τα παπούτσια που φοράμε λένε πολύ περισσότερα από όσα νομίζεις…

Είχαν περάσει μήνες από εκείνη τη κουβέντα, από εκείνη τη βόλτα, από εκείνη την Κυριακή.  Η ζωή κύλαγε χωρίς αλλαγές και λογικό ήταν.  Δεν είχε συμβεί και καμιά κοσμογονία εκείνο το απόγευμα, ούτε είχαμε βρει το βαθύτερο νόημα της ζωής σε εκείνη τη συζήτηση. Συναντηθήκαμε, περπατήσαμε, μιλήσαμε και δε ξαναβρεθήκαμε ποτέ.

Δε τον είχα ξαναφέρει  στο νου μου από τότε, δεν υπήρχε λόγος. Απλά καθώς συνέχιζα να γλύφω το δάχτυλό μου, κοίταξα τα χέρια μου και για κλάσματα τον θυμήθηκα.

-Στεφανία; Θες άλλο ένα; Έλα μωρέ δύο της ντροπής έχουν μείνει.

-Μπα, αρκετή σοκολάτα για σήμερα Φαίη.  Φύλαξε τα για αύριο.

Έκλεισα τον υπολογιστή και ξεκίνησα να μαζεύω το γραφείο μου.  Φόρεσα το παλτό μου και βγήκα στο δρόμο.  Συννεφιά και κρύο, η άνοιξη αργούσε ακόμα.

«Μη βρέξει γαμώτο, σιχαίνομαι να ανοίγω ομπρέλα, άσε που πάλι την ξέχασα»

Κλασσική Στεφανία.  Χώρο στις τεράστιες τσάντες ακόμα και για μένα  την ίδια αλλά ποτέ για μια ομπρέλα. Στυλό, τετράδια, μια πούδρα, ένα βιβλίο, ένα λιποζάν, καραμέλες κανέλα, ακόμα και η μηχανή μου αλλά ποτέ ομπρέλα.  Όπως και ποτέ χαρτομάντιλα.  Άλλος ένας λόγος για να βάζω τα δάχτυλα στο στόμα.

Άρχισα να περπατάω μέσα στο κρύο.  Τουλάχιστον είχε μεγαλώσει η μέρα κι έτσι η συννεφιά γινόταν πιο ανεκτή. Περπάταγα κι ονειρευόμουν τον ερχομό της εποχής του φουστανιού «τεντόπανο».

«Να έρθει καλοκαίρι, να ξαναβάλω τα λουλουδερά μου μωρέ, πολύ μαυρίλα αυτός ο χειμώνας φέτος»

Χωρίς να το καταλάβω, είχα φτάσει στη στάση.  Μια οι σκέψεις, μια τα ακουστικά στα αυτιά, κάτι το μηχανικό της συνήθειας, ούτε που το κατάλαβα για πότε ήρθε και το λεωφορείο.

Ανέβηκα και χώθηκα σε μια γωνιά.  Πολλής κόσμος και στριμωξίδι, τα καλά αυτής της ώρας.  Ζορίστηκα αλλά κατάφερα να βγάλω το βιβλίο μου κι άρχισα να χάνομαι.  Μάταιος ο κόπος!  Αδύνατον να συγκεντρωθώ! Τόση φασαρία πέρναγε μέσα από τα ακουστικά μου και έπιασα τον εαυτό μου να έχει διαβάσει την ίδια πρόταση πάνω από δέκα φορές.  Έκλεισα το βιβλίο και προσπάθησα να χωθώ ακόμα πιο βαθιά στη γωνιά μου.

“Αν χτυπήσει τώρα το τηλέφωνο την έκατσα! Δεν έχω χώρο ούτε για φτέρνισμα”

Πριν προλάβω να τελειώσω τη σκέψη μου, με πρόλαβε το απότομο φρενάρισμα του οδηγού.  Ψιλοπανικός, φωνές, βρισίδια, ακόμα χειρότερο στριμωξίδι, κάτι πατάτες που τρέχαν να γλυτώσουν από τις σακούλες μιας κοκκινομάλλας “μεγαλοκοπέλας της παλιάς Αθήνας” που μύριζε πατσουλί.  Κι εκεί που προσπαθούσα να ξαναβρώ την ισορροπία μου, ξαφνικά ένας έντονος πόνος στο πόδι!  Σήκωσα το βλέμμα και πριν προλάβω να πω κάτι με είχε προλάβει εκείνος.

-Σόρρυ!!!  Σε ξενύχιασα ε?

-Δε πειράζει, συμβαίνουν αυτά καμιά φορά..

-Ναι, τα φυρίκια γίνονται φύκια

-Τι είπες;!!

-Τίποτα, σόρρυ ξανά, κάτι δικά μου

-Ε, συμβαίνουν κι αυτά και τα μπατζάκια γίνονται μανίκια…

-Δε το πιστεύω!! Φρουτοπία κι εσύ;;;;;

-Μεγαλώνει, μεγαλώνει γερά παιδιά!!  (ή τα καταστρέφει…)

-Έλα μωρέ, οι τελευταίοι των Ρομαντικών

-Ή των κατεστραμένων, όπως το πάρει κανείς…(γέλια)

-Γιάννης! Χάρηκα (ξανά γέλια)

-Στεφανία! Κι εγώ!

-Τι διαβάζεις;

-Χμμ.. Προσπαθώ να διαβάσω το λες καλύτερα! Τη Μεταμόρφωση, μ’έχει χώσει ο κολλητός μου εδώ και καιρό.

-Ωωω Καφκάκι! Αγαπάμε!!!

-Εγώ θα σου πω στο τέλος αν το βρω συμπαθές το Βρωμοκατσάριδο.

-Θα το βρεις… Είμαι σίγουρος.

-Α ναι; Γιατί;

-Αν σου πω θα τεμπελιάσεις και δε θα το διαβάσεις. Δε σε πονάει ακόμα το πόδι σου έτσι;

-‘Όχι ούτε καν, μη σκας αλήθεια!

-Γαμώτο! Δε ξέρω κι αν σου λέρωσα τα παπούτσια! Δίνω πολύ μεγάλη σημασία στα παπούτσια ξέρεις

-Εεεε ναι; Γιατί;…….

-Τι να σου εξηγώ, θα με περάσεις για τρελό… Ας πούμε απλά πως είναι τα μόνα που ορίζουν το μοναδικό κομμάτι γης που πραγματικά μας ανήκει.

-Τα χέρια γιατί τα προσέχεις;

-Πώς το ξέρες;… Τα προσέχω για να φανταστώ πόσο χωράω μέσα σε μια τραχιά αγκαλιά. Προσέχω κάτι ακόμα αλλά θα σου φανεί απίστευτο μελωδούρικο στερεότυπο οπότε άστο. Φτάνει που σε ξενύχιασα πριν από λίγο.

-‘Έλα μωρέ κι εμένα το τρίτο μου τα μάτια είναι, αλλά όχι για τον “καθρέφτη”

-Όχι!!! Πότε για τον καθρέφτη!! Τι απίστευτη μπούρδα που είναι αυτός ο συνειρμός ε; Ρε συ, εσύ είσαι μυστήριο τραίνο!

-Μπα! Βλαμμένο είμαι κι αυτό εδώ είναι μυστήριο λεωφορείο κι η ώρα πάνω του πέρασε πολύ πιο γρήγορα!

-Κατεβαίνεις;

-Στην επόμενη

-Ωραία λοιπόν, όχι αλλά κλισέ, όχι αλλά friend requests, όχι άλλα τηλέφωνα σε χαρτάκια.  Αύριο θα σε περιμένω. Έξω από τους Χάρτες για μια βόλτα δίχως χάρτες οκ; 4,30 είναι καλά;

-Ε….

-Έλα! Πες ναι… “Δίχως σημαίες, δίχως ιδέες, δίχως καβάτζα καμιά”

-Πφφφ καλά…

-Και δεν έχεις τρόπο να το ακυρώσεις! Το νου σου!  Μη με στήσεις!

-Καλά λέμε… Τρέχω τώρα! ‘Ετσι όπως το πας θα χάσω τη στάση μου! Γειά!!! Τρελοκομείο!

-Γεια!!! Βλαμμένο!

Κατέβηκα σαν την παλαβή γιατί όντως πήγα να χάσω τη στάση μου.  Το λεωφορείο είχε σταματήσει σχεδόν δίπλα μου γιατί το είχε πιάσει φανάρι

-Στεφανία! Τελικά δε μου είπες, σου λέρωσα τα παπούτσια;

Μου φώναξε από το παράθυρο

-Δε πειράζει!!! – του φώναξα γελώντας – Άλλωστε σ’αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε..

-Ξέρω!! Έχουν βρώμικα All Star!!!!

Πρόλαβε να μου απαντήσει πριν χαθεί το λεωφορείο……..

Leave a comment