Σειρήνες

– Μ’ακους; Πες μου πως μ’ακους! Έλα κορίτσι μου! Σύνελθε! Εδώ! Σ’εμένα! Κοίτα με! Ανοιξε τα μάτια σου. Έλα να σε χαρώ! Άνοιξε τα μάτια σου Γαμώ Το Στανιό Μου!

– Μαλάκας είσαι αγόρι μου;; ΠΕΣ ΜΟΥ!!

– Μη Φωνάζεις! Θα συνέλθει! Δε μπορεί. Θα συνέλθει Ρε! Ακούς τι σου λέω;

– Μη Φωνάζω; Πώς να μη φωνάζω; Τι κάνουμε τώρα;

– Το ασθενοφόρο… Έρχεται το ασθενοφόρο… Δε μπορεί… Θα έρθει το ασθενοφόρο. Τι με κοιτάς έτσι; Θα έρθει το ασθενοφόρο, θα συνέλθει το κορίτσι μας κι όλα θα είναι όπως πριν. Ακούς; ΌΛΑ ΘΑ ΕΊΝΑΙ ΟΠΩΣ ΠΡΙΝ ΓΑΜΩ ΤΗΣ ΓΗΣ ΤΟΝ ΑΞΟΝΑ.

-ΑΡΓΟΎΝΕ ΓΑΜΏΤΟ!

– Θα συνέλθεις! Έτσι δεν είναι; Ε; Θα συνέλθεις κι όλα θα είναι καλά…

– Μαλάκα πάρε μια ανάσα… Έχεις αρχίσει να παραληρείς… Γαμώτο! Κι αν δεν έπρεπε να την μετακινήσεις; Τόσο αίμα γαμώτο! Από που βγήκε τόσο αίμα; Μια σταλιά άνθρωπος ρε πούστη μου!… Ακούς σειρήνες;… Πες μου πως ακούς σειρήνες…

– Τώρα εσύ έχεις αρχίσει και παραληρείς… Δεν την αφήνω ρε. Δε την αφήνω…. Άσπρο φουστάνι φόραγε γαμώ! Δεν την είδε το αρχίδι; Πώς είναι δυνατόν να μη την είδε; ΠΕΣ ΜΟΥ!!!!!

(Σειρήνες ακούγονται στο βάθος…)

2 μέρες πριν….

– Πότε;

– Σύντομα.

– Το ξέρω το δικό σου το σύντομα.

– Σύντομα λέμε!

– Πότε; Θέλω μέρα και ώρα!

– Ωραία… Μεθαύριο.

– Ώρα; Μέρος;

– Ωχού…. Εννιάμισι στο Κουκάκι. Εντάξει τώρα;

– Το καλό που σου θέλω. Θα πω και στους υπόλοιπους. Δε πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Είπαμε αλλά όχι κι έτσι. Δουλεία οκ, σπίτι οκ, εξετάσεις οκ. Τι άλλο θες;

– Τίποτα… Εντάξει όλα καλά…

– Εγώ το ξέρω, εσύ;

– Κι εγώ…

– Ωραία. Τι θα κάνεις τώρα;

– Θα απλώσω ένα πλυντήριο, θα πεταχτώ σούπερ και θα πάω μέχρι τη Μάνα μου. Έχει κάνει ρεβίθια.

– Οκ οκ. Δε σε πρήζω άλλο. Αλλά αλήθεια στο λέω, αν ακυρώσεις πάλι, θα σε πλακώσω στις μάπες.

– Όχι λέμε! Θα βάλω και καινούργιο φουστάνι. Άσπρο για να φαίνομαι στο σκοτάδι και να μη με χάνετε.

– Ωραία. Μιλάμε πάλι.

– Φιλιά.

Κλειδιά στο χέρι, λίστα στο πορτοφόλι, αθλητικά στα πόδια. Κλείνει τη πόρτα πιο δυνατά από όσο θα ήθελε. Ήλιος μουντός κι αρρωστιάρικος. Υγρασία. Φθινόπωρο.

Βήμα βιαστικό. Καλημέρες στη ταμία. Ψώνια στο πόδι.

“ Ναι όλα οκ. Δίκιο έχει και μου φωνάζει. Αλλά και πάλι τι να του πω κι αυτού; Τον τελευταίο καιρό δε μπορώ να τα βάλω καλά καλά σε σειρά μες το κεφάλι μου, πόσο μάλλον να τα πω σε άλλο. Κι είναι κι αυτή η απογοήτευση, η ύπουλη. Εκείνη που σε τρώει υπογείως κάθε φορά που λες πως δε περίμενες κάτι διαφορετικό. Κι αφού δε περίμενα κάτι διαφορετικό, γιατί νιώθω αυτή τη…, τη….; Ούτε κι εγώ δε ξέρω πως να τη πω…”

– Θα θέλατε κάτι άλλο;

-Ε; Ε όχι όχι. Μια χαρά είναι αυτά.

Πληρώνει στα γρήγορα. Σπίτι στο 5λεπτο. Χτυπάει τηλέφωνο ενώ κρατάει μια λεκάνη με βρεγμένα ρούχα που μάλλον ζυγίζουν περισσότερο από την ίδια.

“ Έλα, ναι δεν αργώ. Τα λέμε σε λίγο. Φιλιά”

40 λεπτά και 2 λεωφορεία αργότερα, καθισμένες σε ένα μικρό τραπέζι, σε μια κουζίνα κάπου στα πιο βόρεια.

– Και πότε ξεκινάς;

– Από Δευτέρα.

– Ωραία. Πάει κι αυτό. Όλα καλά τώρα. Τις εξετάσεις σου να κάνεις!

– Τις έκανα.

– Και;

– Και όλα καλά κι εκεί.

– Ωραία. Πάει κι αυτό. Όλα καλά τώρα. Γιατί γελάς παιδάκι μου;

– Το ξανάπες ακριβώς έτσι.

– Μα δε ξέρεις τι στεναχώρια είχα τόσο καιρό. Μη κοιτάς που δε σου έλεγα τίποτα. Δεν ήθελα να σε αγχώσω.

– Φαντάσου να έλεγες…

– Τι είπες;

– Τίποτα Μανούλα μου. Πως σ’αγαπάω είπα.

– Κι εγώ.

“Πόσα σ’αγαπάω είπαμε δυνατά στα ψέματα οι άνθρωποι;

Πόσα ψιθυρίσαμε στ’άληθεια από φόβο;

Γενικά πόσα κατά συνθήκη ψέματα λέμε ο ένας στον άλλο;

Και γιατί;

Από κεκτημένη ταχύτητα;

Ποιός ο λόγος να απαντάμε γρήγορα;

Και γιατί να απαντάμε, αν δεν έχουμε να πούμε κάτι που είναι αλήθεια;

Από ευγένεια;

Και πάλι ποιά ευγένεια έχει το να πεις κάτι που δεν είναι αλήθεια;

Γενικά γιατί μιλάμε οι άνθρωποι;

Αφού όταν μιλάμε, τα κάνουμε σκατά;…”

Το κακό με τις συγκοινωνίες σε μακρινές αποστάσεις είναι το ότι σου δίνουν χρόνο να σκεφτείς. Δεν είναι σε φάση που θα έπρεπε να έχει χρόνο για να σκεφτεί.

Φτάνει σπίτι. Ρούχα στο πάτωμα. Ακίνητη κάτω από το καυτό νερό της ντουζιέρας. 40 λεπτά Καθαρτηρίου….

1 μέρα πριν….

– Άνοιξε.

– Ανοίγω. Αύριο δεν είπαμε;

– Ναι αλλά ήμασταν στη γειτονιά και κρατάγαμε καφέδες.

– Οκ.

– Πειράζει;

– Όχι.

Μπουφάν και κράνη στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Καθένας ακροβολισμένος στη γωνιά του στους γύρω καναπέδες και πολυθρόνες.

– Και για πες.

– Τι να πω ρε σεις; Όλα καλά. Τι σας έχει πιάσει;

– Τίποτα! Γιατί να μας έχει πιάσει κάτι;

– Γιατί νιώθω λες και κάνετε εφόδους για να δείτε αν είμαι καλά.

– Εντάξει, εδώ που τα λέμε, ήταν ζόρικο καλοκαίρι για όλους μας.

– Ναι αλλά όλα τώρα είναι στη θέση τους. Έτσι δεν είπαμε; Όλοι έχουμε δουλειά, όλοι έχουμε σπίτι, όλοι έχουμε σκατένια κι ακαταλαβίστικα γκομενικά κι όλοι έχουμε ο ένας τον άλλο. Άρα;

– Άρα όλα καλά!

– Κι άλλωστε μη ξεχνάτε, εμείς είμαστε σαν την ομάδα του Ασπάλαθου.

– Δηλαδή;

– Δηλαδή τα καλύτερα μας γκολ, δε τα έχουμε φάει ακόμα!

– Ε ναι! Εμπρός λοιπόν Λαέ για τον τοίχο το σαγρέ!!

– Γιατί σαγρέ;

– Ε γιατί αν είναι να φας τα μούτρα σου, να είναι χαρντκορίλα!

– Σωστά! Αν είναι να κάνεις μια δουλεία, κάν’ την σωστά! Αλλιώς μη τη κάνεις καθόλου…

– Άντε ρε βλάκες που κάθομαι και σας ακούω τόση ώρα. Κι ο ένας κι η άλλη με τις συναισθηματικές σας μαλακίες….

– Τον χάλασε τον τεχνοκράτη.

– Ναι τον θίξαμε τον ορθολογιστή.

– Λοιπόν και τώρα που με τσεκάρατε, δε πάτε στην ευχή του Βούδα;

– Μας διώχνεις ρε;;

– Ναι ρε! Τι είναι αυτά;;

– Αύριο, από τις εννιάμισι και μετά, θα είμαι όλη δική σας. Θα με φάτε στη μάπα λέμε.

– Καλά, με τέτοιες διαστάσεις, δε θα βαρυστομαχιάσουμε κιόλας!

– Άντε ρε μπαγλαμάδες από εδώ.

Το ίδιο βράδυ….

Αποπνιχτική Συγγρού. Βάζεις ζακέτα; Κολλάει το πετσί σου. Βγάζεις ζακέτα; Νιώθεις κάτι να τρυπάει τα κόκαλά σου. Φθινόπωρο στο κέντρο. Κάτι σα κι εκείνο το καλόκαρδο κάθαρμα που θα γουστάρεις παράφορα. Το περιμένεις και το θες αλλά ξέρεις από το πρώτο φιλί πως δε θα περάσεις καλά. Πως δε θα τελειώσει καλά. Το ζητάει ο οργανισμός σου όμως μετά τη ξεραΐλα του καλοκαιριού.

Στρίβει δεξιά. Ο πεζόδρομος γεμάτος. Το άσπρο φουστάνι ίσως να φαίνεται λίγο παραπάνω από όσο θα ήθελε. Λίγο πριν το αδέξιο, οπτικό ψάξιμο στα γύρω τραπέζια κι εκείνη την ηλίθια αμηχανία, μια φωνή θα σώσει τη κατάσταση.

– Οϊ Οϊ!!

– Ahoy!

– Σε καράβι είμαστε;; Τι Αhoy;; Τι φάση;;

– Ε τώρα αυτό μου ήρθε.

– (Ένα μηλίτη στη κοπέλα!) Είδες; Για να μη λες πως δε σε προσέχουμε!!

– Είπα εγώ πότε τέτοιο πράγμα; Να πέσει φωτιά να με κάψει, στο στεφάνι που περιμένω!!

– Α καλά!! Κάρβουνο το βλέπω το στεφάνι!

– Και πολύ καλά κάνεις γιατί δε περιμένω κανένα στεφάνι. Ούτε αυτά που στέλνουν στις κηδείες.

Δωρεές να κάνετε έτσι και ψοφήσω, ακούτε;;

– Άντε ρε από δω!….

Κυλάει η ώρα, όπως κυλάνε πάντα τέτοιες ώρες. Γέλια, αμπελοφιλοσοφίες, χαζοτσεκαρίσματα με τα απέναντι τραπέζια. Μπύρες και μηλίτες πάνε κι έρχονται μαζί με μπωλάκια με φιστίκια, pop corn, τα άλλα τα κωνικά με τυρί που της αρέσουν και που τα τσακίζει κι όλοι της τα αφήνουν γιατί ξέρουν πως πάλι τη παιδεύει το στομάχι της και είναι νηστική εδώ και μέρες.

Και κάπου εκεί μεταξύ 4 και 5 μπύρας, 4 και 5 μηλίτη, πάνω που η μουσική έχει αρχίσει και δυναμώνει κι όσοι είναι να καυλαντίσουν, καυβλαντίζουν ήδη με όσους χαζοτσεκάρανε στα διπλανά τραπέζια, έρχονται και οι ερωτήσεις που δε θέλει να απαντήσει. Όχι γιατί κρύβει κάτι, αλλά γιατί δεν έχει κάτι να απαντήσει.

– Και για πες, τώρα που δεν ακούει ο τεχνοκράτης, είχες κανένα νέο;

– Όχι ρε! Τι νέο να είχα; Μα δε περίμενα να έχω κιόλας να σου πω την αλήθεια μου.

– Γιατί;

– Τι γιατί; Πολλά μπορείς να με πεις. Αφελή δεν είναι ένα από αυτά.

– Τι να πω;

– Τίποτα να μη πεις, Δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Τα κατά συνθήκη ψεύδη κι η ευγένεια έχει ρημάξει ό,τι έχει απομείνει.

– Τι είπες; Σόρρυ κάνει φασαρία και δε σε ακούω γαμώτο.

– “Πώς νιώθουμε παράφορα, πως ζούμε έτσι αδιάφορα” λέω μα το χει πει κι ο Μάλαμας με μεγαλύτερη επιτυχία πολύ πριν από μένα…

– Ψιτ το κινητό σου!

– Ε;;

– Το κινητό σου λέω. Φωτίζει.

– Α ναι….

– Ψιτ; Μόνη σου το είπες. Εμείς είμαστε σα τον Ασπάλαθο!

– Σωστά… Τα καλύτερα μας γκολ δε τα έχουμε φάει ακόμα….

– Θα το σηκώσεις;

– Γιατί να το σηκώσω;

– Γιατί ξέρεις πως είναι “λάθος”, αλλά κατά βάθος σου συμφωνείς με το Βασιλάκη που το χει καλύτερα πολύ πριν από μας και με μεγαλύτερη επιτυχία.

– Δηλαδή;

– Δηλαδή:

“Άσε με να κάνω λάθος
Μη παριστάνεις το Θεό
Δε μ’ αρέσουν οι σωτήρες
Δε γουστάρω να σωθώ
Δεν πειράζει αν μετά θα μετανιώσω
Δεν τρέχει τίποτα αν διπλά θα κουραστώ
Δε με νοιάζει απογοήτευση αν νιώσω
Αφού ξέρω πώς έπαιξα και ‘γω “

– Κάτι τέτοια μας έχουν φάει το ξέρεις έτσι;

– Εγώ ξέρω πως το κινητό σου ξαναβαράει…..

– Πάω πιο έξω. Εδώ δε θα ακούω έτσι κι αλλιώς…

– Άντε το κορίτσι μου!

Σφύριγμα φρένων. Δυνατός κρότος. Μαρσάρισμα. Φώτα που χάνονται με μεγάλη ταχύτητα. Μυρωδιά από λάστιχα που σπινιάρουν στην άσφαλτο και σκουριά.

Ξέρεις τι μυρίζει σα σκουριά;…

Κόσμος φωνάζει. Δυο τύποι τρέχουν. Οι σειρήνες άργησαν να έρθουν….

Τα Καλοκαίρια έχουν σταματήσει να έρχονται…

Ραστώνη.

Μουσαμαδένιο τραπεζομάντηλο.

Ζουμιά ξεραμένα στα μούτρα από ώριμα ροδάκινα.

Λευκά, αλμυρά, στεγνά ρυάκια στα χέρια.

Βότσαλα στις τσέπες.

Πληγές στα γόνατα.

Νερό από το λάστιχο.

Μυρωδιά από Πετρογκάζ και τηγανιτές πατάτες.

Στο βάθος ένα τραΤζίστορ σιγοτραγουδάει την ιστορία δυο παλικαριών απ’τα Αιβαλί λίγο πριν του Ερυθρού Σταυρού τις αναζητήσεις.

Χωριάτικη και καγιανάς.

Ύπνος και τζιτζίκια.

Ασβεστωμένες αυλές.

Πεταμένα BMX σε πλακόστρωτα.

Κλεμμένα σύκα.

Βραχιολάκια από πευκοβελόνες.

Μωβ ουρανός.

Τενεκέδες με βασιλικό.

Ραντεβού στο χωματόδρομο.

Ο τελευταίος πάντα τα φυλάει.

“Ζακέτα να πάρεις”

Ο Κωστάκης αγαπάει τη Μαρία.

Οι υπόλοιποι ανταλλάσσουν αυτοκόλλητα Panini.

Εμένα δε μ’αγαπάει κανείς κι ετσι κάνω αμέριμνα φούσκες με τη Big Babol μου.

“Στελίτσαααααααα;;; Ύπνο!”

Φωνή κάτω από αιωνόβια πεύκα.

“Αύριο πάλι” λες και δε θα πεθάνουμε ποτέ….

Κι όμως…

Τα καλοκαίρια πέθαναν κάπου στα τέλη του 80 μαζί με τους “Απόντες”…..

___________________________

…Τακούνι χονδρό με μπαρέτα και πουά φόρεμα κάτω από το γόνατο.

Πέρλα μικρή στο αυτί και λεπτό ρολογάκι στον αριστερό καρπό.

Βήμα γρήγορο σε μια άδεια Σταδίου 7 το πρωΐ. Μυρωδιά από νεραντζιές και σκουριά στον αέρα.

(Ξέρεις τι άλλο μυρίζει σα σκουριά;….)

Ένα χερι με τραβάει απότομα σε μια στοά.

“Δεσποινίς προσοχή! Δεν είναι ώρα να περπατάτε μόνη”

Σηκώνω το βλέμμα και έχω μπροστά μου τον παππού το Γιάννη παληκαράκι με καβουράκι, τα στρογγυλά γυαλιά και τη λεπτή γραβάτα του.

“Παππού;;;;” ψυθιρίζω σαστισμένα.

“Είπατε κάτι; Είναι περιέργες αυτές οι μέρες. Δε ξέρεις από ποιόν να φυλαχτείς” μου απαντάει ευγενικά και αγχωμένα.

Ακούγεται φασαρία από το βάθος.

Ξυπνάω πριν προλάβω να του απαντήσω πως τα χειρότερα είναι στο δρόμο…

12-10-1944

_____________________________________________________________________

Τα ψέματα που ακούσαμε, κάναμε πως πιστέψαμε στ’αλήθεια.

Στα ψέματα το κάναμε κι εμείς.

Μοιρασμένη η ποινή…

____________________________________________

…Τις ιστορίες που έζησε, θα τις κρατούσε φυλαγμένες σε σάρκινα τετράδια.

Μέχρι να σβήσει το μελάνι τους από καινούργια σκαριφήματα

Ή Μέχρι να σκίσει τις σελίδες τους από αγανάκτηση ή κούραση

Ή Μέχρι να σκορπίσουν τα φύλλα τους σ’αέρα ολικής διαγραφής και βαρεμάρας.

Όποια κι αν ήταν όμως η διαδρομή, η κατάληξη θα παρέμενε η ίδια.

Θα συνέχιζε να γράφει…”

______________________________________________________

Εκείνου δε του βγαίνουν τα νούμερα.

Εμένα πάλι δε μου βγαίνει το νόημα.

Ή μάλλον δε το βρίσκω για να σου πω την αλήθεια.

Πάνε μέρες που περιφέρομαι σχεδόν αόρατα.

Λες και πατάω στις μύτες των ποδιών για να μη με πάρουν χαμπάρι.

Όπως τότε στο Γυμνάσιο όταν κρυβόμουν για να μη με σηκώσουν να λύσω άσκηση.

Ξέρεις θυμάμαι ακόμα την ημέρα που τα Μαθηματικά κι εγώ αποφασίσαμε να διαβούμε δρόμους χωριστούς.

Γ’ Γυμνασίου κι η Γιοματάρη ξεκίνησε να γράφει πολυώνυμα στον πίνακα.

Κοίταξα μια τους παράξενους ρούνους από κιμωλία, μια την Ειρήνη που καθόταν δίπλα μου κι είπα “Κάπου εδώ κατεβαίνω”.

Νομίζω πως ήταν η μοναδική φορά που “χώρισα” τόσο οριστικά με κάτι.

Στο Λύκειο με πήρε μια για πάντα στο λαιμό του ο Άσιμος κι έκτοτε “δύσκολα τελειώνω μ’ό,τι αγαπώ” κι έχω την τάση να κάνω το χαζό γενικά κι όχι μόνο για έναν.

Κι ας λέει το Σκιάχτρο πως “αν σου τη κάνω μια ντροπή μου. Αν σου τη κάνω δυο ντροπή σου”.

Έτσι κι αλλιώς αυτά είναι στα μέρη του.

Στα δικά μου τους αφήνω να μου την κάνουν χωρίς μέτρημα και χωρίς ντροπή.

Τι να το κάνεις;

Χαμμένο το διαγώνισμα.

Αυτή η ζωή είναι ένα τεράστιο Sudoku κι εγώ αντί για μαθηματικές αλληλουχίες, κάθομαι στη γωνία και θυμάμαι στίχους από την Αντιγόνη….

________________________________________________________

Σήμερα είναι Κυριακή.

Τη Κυριακή αλλάζω σεντόνια.

Ο ήλιος μπαίνει από τις γρίλιες.

Η μέρα έχει μεγαλώσει.

Οι φίλοι μου γελάνε, τσαντίζονται, πίνουν και αγκαλιάχονται.

Σήμερα είναι Κυριακή.

Οι ιστορίες που πλάθουμε ή διαβάζουμε αλλάζουν χροιά τη Κυριακή κι οι κεντρικοί χαρακτήρες παίρνουν άλλα ελαφρυντικά.

Όλοι εκτός από τον Ρασκόλνικωφ!

Αυτός παραμένει ένας κλαψομούνης δήθεν ιδεολόγος κι ο Ραζουμίχιν ο πραγματικός ήρωας.

Βραδινές αναλύσεις στον Ντοστογιέφσκι περιμένοντας το συρμό του Metro λίγο πριν μπει με τα μπούνια το καλοκαίρι.

Το ξέρω πως εκείνος πιστεύει πως θα πεθάνουμε όλοι.

Ναι θα πεθάνουμε.

Μα όχι ακόμα.

Σήμερα είναι Κυριακή.

Είναι και Μάης.

Η μέρα έχει μεγαλώσει.

Εγώ πάλι ίσως να μη μεγαλώσω πότε.

____________________________________________________________

Μα εμείς θα αγαπιόμαστε” της είπε.

Κι εκείνη κούνησε το κεφάλι με συγκατάβαση ψάχνοντας να βρει πόσο ακόμα να τεντωθεί και ποιά γωνία να καλύψει. Σα μικρό τραπεζομάντηλο απλωμένο σε μεγάλο τραπέζι.

Τι ειρωνία αν το καλοσκεφτείς!

Εκείνοι για τους οποίους κάναμε τα πάντα, να ναι και κείνοι που μας έκαναν να νιώθουμε λειψοί.

Σα μελλοθάνατοι που πληρώσαμε προκαταβολικά τον ίδιο μας το Δήμιο.

Βλέπεις μάλλον έκρυβαν πάντα μια σπαρακτική γοητεία οι γυμνοί, ολόλευκοι λαιμοί μας…

_____________________________________________

Μέρες τώρα θέλω να κόψω μια φαρδιά κορδέλα από ύφασμα αέρινο λευκό.

Πάνω του, με περίσσια καλλιγραφία, με τα ομορφότερα μου γράμματα, να ζωγραφίσω με μελάνι ανεξίτηλο τη λέξη “Αγάπη”

Να πάρω απόσταση για να επιθεωρήσω τούτο μου το έργο.

Κι αφού βεβαιωθώ πώς όλα του είναι όπως του πρέπουν,

ζωντανά κι αψεγάδιαστα,

να το τυλίξω γύρω απ’το λαιμό μου σα μαντήλι κασμιρένιο.

Και να πηδήξω….

______________________________________________________

“Δε μιλάμε ποτέ σοβαρά για σοβαρά πράγματα” έλεγε πάντα ο πρώτος μου έρωτας.

Δε ξέρω αν εξακολουθεί να το κάνει μιας και τώρα πια έχει ένα γιό κι εγώ έχω χρόνια να τον δω. Όσο για σοβαρότητα….

Και τόσα χρόνια που όλα τα παίρνω στα σοβαρά, τι κατάλαβα;

Έτσι κι αλλιώς “όλα χαμμένα μπορεί να πάνε στη τελική” που τραγούδαγε κι ο Νικήτας πριν κάψει τα μυαλά του τελείως, όπως έκαψε το διαβατήριό του σε μια πλατεία γεμάτη αιώνες πριν…

(Μη γελιέσαι, ακόμα σοβαρά τα παίρνω τα πράγματα. Απλά σήμερα είπα να προσποιηθώ…)

_____________________________________________

…Κι εσύ δε μπορείς αυτό.

Κι εκείνος δε μπορεί το άλλο.

Και ξυπνάς το επόμενο πρωί και “ριμάζεις” να μπορέσεις αυτό που δε μπορούσες γιατί εκεί παίζεται το παιχνίδι.

Στο ποιός από τους 2 θα μπορέσει αυτό που δε μπορεί για να μπορείτε έστω και κάτι ελάχιστο μαζί.

Όπως τότε που ήσουν παιδί και δεν έτρωγες φακές.

“Να ριμάξει να τις φάει!” Και ρίμαζες…

Ή τότε που ήθελες να σπουδάσεις κάτι άλλο. “Να ριμάξει να σπουδάσει αυτό!” Και ρίμαζες…

Μετά ήθελες να φύγεις από εκείνη τη δουλειά που μισούσες. “Να ριμάξει να κάτσει!” Και ρίμαζες ξανά…

Ώσπου μια μέρα με το να ριμάξεις για το ένα, να ριμάξεις για το άλλο, να ριμάξεις για τούτο, να ριμαξεις εκείνο, ξύπνησες κι είχες ριμάξει εσένα.

Την ίδια σου τη ζωή.

Μ’αυτό; Αυτό είναι άλλο.

Αυτό το θες.

Ναι, μα όχι έτσι ή τουλάχιστον όχι ακριβώς έτσι ή τελοσπάντων δε θες να το κόψεις ή έστω δε μπορείς.

Κι έτσι απλά κάνεις αυτό που σε έμαθαν από παιδί. Ριμάζεις.

Ή μάλλον απλά το αφήνεις να ψυχοραγεί και στο τελός να πεθάνει από μόνο του όπως ξεκινάει να πεθαίνει το καλοκαίρι στο πρώτο Μεταδεκαπενταύγουστο μελτέμι, στη πρώτη ασβεστωμένη αυλή και στο πρώτο πιάτο με κλεμμένα κι ώριμα σύκα…

________________________________________________________________

“…We all are the villain in someone’s story…”

Την αλήθεια όμως μέσα μας, τη ξέρουμε καλά…

Κι εμείς κι οι άλλοι….

Η Κουδουνίστρα

(Ιστορίες από τα Χρονικά της Κοινοπραξίας)

– Πονάει το γαμημένο! Πονάει σου λέω! Τράβα το!

– Αν τραβήξω τη λαμαρίνα, θα πεθάνεις μέσα σε 5 λεπτά το πολύ από την αιμοραγία! Ρίμαξε και περίμενε!

– Δε με νοιάζει Κόρακα! Τράβα το! Με καίει!

– Το ότι σε καίει είναι ακόμα ένας λόγος για να μη το τραβήξω μιας και το καυτό μέταλλο μάλλον καυτηριάζει τη πληγή και ίσως βοηθήσει στο να μη χάσεις το χέρι σου! Οπότε δε τραβάω τίποτα και σταμάτα να ουρλιάζεις. Και τώρα που το ξανάπες, μήπως να μου εξηγούσες κάποια στιγμή αυτό το “Κόρακα”; Λέω εγώ τώρα….

Ήξερε γιατί τον φώναζαν έτσι και η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν κάτι για το οποίο ένιωθε περήφανος. Όμως τώρα ήθελε να της αποσπάσει τη προσοχή κι έτσι οι τύψεις του θα έκαναν στην άκρη.

– Το “Μαύρος Άγγελος” μας ακούστηκε πολύ “ποιητικό” και “έντιμο” γι’αυτό που στη πραγματικότητα έκανες. Μη γελιέσαι λοιπόν! Θάνατο μοίραζες απλόχερα μ’εκείνα τα μικρά μεταλλικά τετράγωνα! Θάνατο στους απελπισμένους! Και τώρα; Πώς κοιμάσαι τα βράδια; Τοσά διαλυμένα κρανία δε σε στοιχειώνουν; Τόσοι άνθρωποι που ίσως να ήταν εδώ μαζί μας; Μα όχι φυσικά! Επειδή εσύ τα είχες παρατήσει, έπρεπε κι όλοι οι υπόλοιποι να παραιτηθούν, σωστά; Παραμόνευες πάνω από τους φόβους τους σα το Κοράκι πάνω από τον μελλοθάνατο και την κατάλληλη στιγμή, μοιράζες μικρές μεταλλικές “εξόδους διαφυγής”. Κι όλα θα μπορούσα να στα συγχωρήσω, όλα! Όλα εκτός από εκείνη και τον μικρό.

– Μα δε της έδωσα κάτι για τον μικρό…

– Όχι! Την έβαλες απλά να το κάνει με τα ίδια της τα χέρια! Τα ίδια χέρια που τον είχαν ξεριζώσει από μέσα της. Ναι, τι με κοιτάς; Επειδή κανένας δε μιλάει; Όλοι ξέρουμε τι έκανες! Όλοι μάθαμε πως ήταν από τις τελευταίες ανθρώπινες γέννες. Πως ήξερες τον πατέρα του! Είδες; Με αφορμή τη φρίκη που έσπειρες, μάθαμε και καινούργιες λέξεις! Κανονικά έπρεπε να σε φωνάζουμε ακόμα με τον Σειριακό σου Αριθμό! Γρανάζι παρέμεινες έτσι κι αλλιώς! Μόνο αυτό θα σου άξιζε! Κτήνος!…

Δε μίλησε. Τι να της έλεγε άλλωστε; Λίγο μετά από το θάνατο τους, ξεκίνησε η Εξέγερση. Κανείς από τις Νότιες Πτέρυγες της Παραγωγής δεν ήξερε κάτι. Κι όταν έφτασαν τα νέα πως οι Μονάδες Παραγωγής της Τροφοδοσίας είχαν εξεγερθεί, κανείς δε το πίστευε. Από την άλλη πόσο θα άντεχε κανείς να μετατρέπει σε πλακέτες πρωτεϊνων, υδατανθράκων κι ηλεκτρολυτών τον πιο αδύναμο διπλανό του; Κι έτσι όσα δε είχε καταφέρει η Ελπίδα κι η Αγανάκτηση τόσα χρόνια μετά την τελευταία σφαγή της Αντίστασης, το κατάφερε η Φρίκη μέσα σε λίγες εβδομάδες…. Ας ήταν! Μόνο να το ξερε! Ας το ξέρε για να τους είχε σώσει. Κι εκείνη και το Παιδί.

Ακούστηκε ο γνωστός σφυριχτός θόρυβος. Πλησίαζε η ώρα που θα πέρναγε κι από το δικό τους SILO το Σειρηνομοίασμα. Ένας πελώριος μεταλλικός σκελετός που θύμιζε ανθρώπινο, στα ακροδάχτυλα του είχε θερμικά κανόνια και για κεφάλι είχε 3 τεράστιες Σειρήνες-Μεγάφωνα. Περπάταγε νωχελικά σα το ζόμπι ανάμεσα στις Εστίες των Νέων Ανταρτών λίγο πριν δύσει ο Ήλιος και έπαιζε το τελευταίο προπαγανδιστικό και προφανώς εντελώς παραπλανητικό μήνυμα της Κοινοπραξίας. Έταζε πλήρη άφεση αμαρτιών σε όποιον από τους Αντάρτες επέστρεφε στην “Αγκαλιά της Κοινοπραξίας”. Μέχρι και αξιώματα και κάποια θέση. Μα αυτό που πραγματικά πήγε να τσακίσει το ηθικό τους, ήταν η δέσμευση για κανονικό φαγητό! Εκέι κάποιοι μάσησαν και βγήκαν. Τότε ήταν που είδαν όλοι τι ακριβώς έκαναν τα ακροδάχτυλα αυτών των μεταλλικών τεράτων….

“Την προσοχή σας Εργαζόμενοι!

Η Κοινοπραξία σας ανακοινώνει πως είναι Έτοιμη να δεχθεί στην Ασφαλή Αγκαλιά της όλα της τα Παραστρατημένα Τέκνα!

Ας είναι αυτή μια παραγωγική άρχή για το Γενικότερο καλό της Σφ….”

Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε μαζί με τον ήχο από χαλασμένες Σειρήνες που κάποιος έβγαλε από μια πρίζα. Μετά ακολούθησαν εκρήξεις και φωτιές παντού.

– Τον πέτυχαν τον Πούστη! Θα ησυχάσουν για λίγο τα αυτία μας! Εύχομαι μόνο οι “Τυφλοπόντικες” να καταφέρουν να απόσπάσουν όσα περισσότερα λειτουργικά “Δάχτυλα” μπορούν αυτή τη φορά.

– Α μπα; Τώρα δε πονάς;

Της είπε σχεδόν ειρωνικά καθώς προσπαθούσε να μετρήσει μεσά στη σκόνη και την απόσταση πόσοι “Τυφλοπόντικες” είχαν αναδυθεί από τα λαγούμια τους και έτρεχαν να αποσυνδέσουν τα κανόνια από το μεταλλικό χέρι.

“Το νου σας στη δεξιά ομάδα” ψιθύρισε στον ασύρματο. “Είναι ακάλυπτη”

– Δε ξέρω τελικά αν θα έπρεπε να σας σώζω τα χέρια.

Ακούστηκε μια γυνακεία φωνή στο βάθος. Βήματα αργά και σταθερά που έφερναν τη χροιά πιο κοντά καθώς μια ψιλόλιγνη φιγούρα εμφανίστηκε μέσα από τα σκοτάδια. Έμοιαζε σχεδόν απόκοσμη έτσι με το διάφανο δέρμα της και τα μαλλιά της που τα χε ψηλά πιασμένα. Φιγούρα σχεδόν Βικτωριανή η γνωστή και ως “Γιατρέσσα”. Βγαλμένη από τις σελίδες κάποιου βιβλίου, με μια τρομακτική ευγένεια που σου έφερνε ανατριχιλές χωρίς να ξέρεις γιατί. Κι όλα αυτά μεχρί να πέσει το μάτι σου σε αυτό που δεν έλειπε ποτέ από το χέρι της. Μια “κουδουνίστρα”, προϊόν από τους πιο σκοτεινούς εφιάλτες!

Αυτή δεν ήταν σα τις κουδουνίστρες που ήξεραν.

Κι ούτε κουδουνίστρα ήταν.

Απλά την φώναζαν έτσι λόγω του ήχου που έβγαζε και καμιά φορά πρόδιδε τον ερχομό της “Γιατρέσσας”.

Η “κουδουνίστρα” ήταν φτιαγμένη από ένα μεγάλο και χονδρό ξύλο, σχεδόν στο ύψος της Γιατρέσσας η οποία κατέληγε σε μια φρικιαστική κορφή.

Η κορφή ήταν φτιαγμένη από ένα ανθρώπινο κρανίο το οποίο περίτεχνα κάπόιος είχε βουτήξει μέσα σε υγρό μέταλλο, έχοντας πρώτα φυλακίσει μέσα του τα δόντια της κάτω γνάθου του όχι και τόσο τυχερού κατόχου του. Αυτά ήταν που έκαναν και τον θόρυβο που πρόδιδε πάντα τον ερχομό της μιας και κροτάλιζαν μέσα στο κοίλο του.

Από κάτω του κρεμόντουσαν 2 αλυσίδες και μερικά πολύχρωμα φτερά.

Η πίο χονδρή, φήμες έλεγαν πως ήταν αυτή με την οποία είχε δέσει κι έσερνε τον κάτοχο του κρανίου, λίγο πριν του πάρει το κεφάλι.

Η συγκεκριμένη ιστορία ήταν κι αυτή που προκαλούσε ίσως το μεγαλύτερο δέος σχετικά με τη φιγούρα της Γιατρέσσας.

Κανείς δε μπορούσε να φανταστεί πως μια τόσο ευγενική και σεβάσμια φιγούρα, θα ήταν ικανή για κάτι τόσο σκληρό.

Κανείς που δεν ήξερε όλη την ιστορία μάλλον…

Η δεύτερη και μικρότερη αλύσιδα ήταν το διακριτικό της στολής του κατόχου του κρανίου.

Κι εκεί λύνονταν κι όλες οι απορίες μιας και το κρανίο άνηκε στον Κουροπαλάτη που ήταν υπεύθυνος για το πρόγραμμα Αναπαραγωγής της Κοινοπραξίας.

Σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών Ανταρτών, η Γιατρέσσα ήταν όντως Γιατρός ή Νοσοκόμα κι όταν ξεκίνησε η Αντίσταση, ήταν από τους πρώτους που μπήκαν ενεργά στον Αγώνα.

Μία από τις μεγαλύτερες νίκες της Αντίστασης λοιπόν ήταν και η καταστροφή της Βιομετριτικής Πτέρυγας και του Προγράμματος Αναπαραγωγής της Κοινοπραξίας.

Νίκη για την οποία ήταν καθαρά υπεύθυνη η ομάδα της Γιατρέσσας.

Κι ενώ κανείς θα πίστευε πως αυτή η νίκη θα έδινε μεγάλη χαρά στη Γιατρέσσα, αυτό δεν έγινε ποτέ.

Αυτά που αντίκρισε όταν μπήκε στον Θάλαμο των πειραμάτων, την άλλαξαν για πάντα. Οι Αντάρτες λένε πως τα μακρυά μαλλιά της άσπρισαν εκείνη τη νύχτα και πως δε ξαναχαμογέλασε ποτέ.

Ίσως γι’αυτό και να βασάνισε κι εκτέλεσε με τέτοια σχεδόν χειρουργική μεθοδικότητα τον Κουροπαλάτη “Μένγκελε” μέσα στις επόμενες μέρες. Γι’αυτό να ζήτησε το κρανίο του για λάφυρο.

– Όχι τα χέρια Κυρία! Αυτά κι αν είναι που πρέπει να μας σώζετε πια!

Της απάντησαν σχεδόν συγχρονισμένα! Όλοι της μίλαγαν στον πληθυντικό. Άλλοι από δέος, άλλοι από φόβο, σίγουρα όμως όλοι από σεβασμό.

– Να σας τα σώζω ναι.

Για να σκοτώσετε το “Τέρας”. Για να αποσυνδέετε θερμικά κανόνια. Για να δίνετε χαριστικές βολές σ’αυτούς που δε θα βγάλουν το βράδυ από το αίμα και τους πόνους. Για να ρίξετε την Κοινοπραξία.

Και μετά;

Μετά τι; Στα συντρίμια αυτού που καταστρέψατε, πως θα ξαναχτίσετε με τόση οργή και θάνατο μαζεμένη στα χέρια σας;

Χέρια που δεν έφτιαξαν ποτέ ένα φαγητό; Χέρια που δεν αγκάλιασαν ποτέ ένα ζεστό κορμί;

Χέρια φονικά όπλα που το μόνο που ξέρουν είναι να σκοτώνουν και να καταστρέφουν, με τι τρόπο θα μάθουν να χτίζουν;

Όταν πρωτομπήκα στην Αντίσταση, το κανα για να σώζω και να περιθάλπτω.

Για να γιατρεύω και να ξαναρίχνω στη μάχη όσους είχαν ανακάμψει.

Μου φώναζαν τότε οι Αρχηγοί των ομάδων “Πέτα και καμιά πέτρα! Μην αγαπάς μόνο”.

Αλήθεια ξέρετε τι είναι η Αγάπη;

Όχι δε ξέρετε, τι ρωτάω;

Δε σας την έμαθε κανέις.

Μα εγώ ήμουν έκει τη μέρα που η Αγάπη πέθανε οριστικά.

Όταν καταφέραμε να μπούμε στην Πτέρυγα του Προγράμματος Αναπαραγωγής, κανείς δε μας είχε προετοιμάσει για όσα θα αντικρίζαμε. Κι όταν άνοιξα τον Θάλαμο των Πειραμάτων, αυτά που είδα, θα έκαναν και τον πιο χονδρόπετσο να χάσει για πάντα τον ύπνο του.

Όμως εμένα δε με άγγιζαν. Όποιος έχει κάνει μαθήματα ανατομίας και χειρουργικής πάνω σε διαμελισμένα πτώματα, δε χάνει εύκολα τον ύπνο του.

Έτσι άρχισα απλά να τραβάω τις πρίζες από τους σωλήνες και τις θερμοκοιτήδες που συντηρούσαν τα αρρωστημένα δημιουργήματα του “Μένγκελε” που περιμένε χωρίς ίχνος μεταμέλειας, την τελεύταια πράξη της άθλιας ύπαρξής του.

Καθώς έφτανα στο τέλος του θαλάμου, είδα κάτι που δε περίμενα να δω.

Στο βάθος του, κρυμμένα κάτω από ένα κρεββάτι, ήταν δυο παιδιά.

Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι σε εκείνη την απροσδιόριστη ηλικία μεταξύ 4 και 7.

Ρίχνοντας μια ματιά στα αρχεία τους που ήταν κρεμασμένα μπροστά από το κρεββάτι, το κορίτσι ήταν μεγαλύτερο από το αγορί. Στη πραγματικότητα όμως έδιχνε μικρότερο.

Κάθησα για ώρα μπροστά από το κρεββάτι προσπαθώντας να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους.

Κάποια στιγμή ο μικρός βγήκε κι άρπαξε απότομα το στηθοσκόπιο που είχα γύρω από το λαιμό μου. Έκατσε δίπλα μου κι άρχισε να το περιεργάζεται.

Η μικρή από την άλλη άρχισε σιγά σιγά να με πλησιάζει μετά από ώρα.

Κι όταν έφτασε ίσα ίσα στην άκρη του κρεββατιού, μου έδειξε με το χεράκι της τα μαλλιά μου σα να θελε να τα λύσω.

Τα έλυσα και τότε βγήκε από τη κρυψώνα της.

Τέντωσε τα δαχτυλάκια της κι έπιασε μια τούφα.

Τη μύρισε κι ύστερα με κοίταξε σα κάτι να περίμενε, απλώνοντας τα χεράκια της προς το λαιμό μου.

Έκανα να την αγκαλιάσω.

Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είχα πάρει κάποιον αγκαλιά.

“ΟΧΙ! Σταμάτα!”

Ο μικρός φώναξε σχεδόν επιθετικά.

Δεν ήξερε τι είναι η αγκαλιά και μάλλον σκέφτηκε πως θα της έκανα κακό.

Μα η μικρούλα είχε ήδη δέσει τα χεράκια της στο λαιμό μου και με κοίταγε όλο λαχτάρα και προσμονή. Δε μπορούσα να καταλαβώ πως ένα παιδί-πείραμα ήξερε έστω και με το ένστικτο και αποζητούσε μια αγκαλιά.

Ζήτησα από τα μέλη της ομάδας μου να βρουν τα αρχεία τους.

Στη συλλογική μελέτη αναφέρονταν ως “Δείγμα Α” και “Δείγμα Β” ή ως προϊόντα παραγωγής από ανθρώπινη μήτρα με όποια φρίκη έκρυβε αυτή η περιγραφή.

Τα παρακολουθούσα για μέρες. Χάνονταν για κάποιες ώρες κι ύστερα εμφανίζονταν πάλι.

Ο μικρός ήταν πάντα γεμάτος με μια οργισμένη περιέργεια. Πλησιάζε τους Αντάρτες, κοίταγε τα αυτοσχέδια όπλα τους. Μετά από λίγο καιρό, άρχισε να τους ζητάει να του δείχνουν πως λειτουργούν. Εκείνοι με τη σειρά τους τον έκαναν κέφι και του έφτιαξαν και μια στολή στα μέτρα του. Τη φόρεσε με καμάρι και κράταγε το σουγιαδάκι που του έδωσαν λες και κράταγε κάποιο ιερό λάβαρο.

“Αυτός είναι γεννημένος Επαναστάτης” μου φώναζε η ομάδα μα εγώ χαμογέλαγα γλυκόπικρα.

Κάπως έτσι δεν ειχαν κι οι λεγεωνάριοι του Γερμανικού τον Καλλιγούλα; Καλλιγούλας άλλωστε σήμαινε “Μποτούλης” και τον φώναζαν έτσι λόγω της στολής και της ρέπλικας από τις στρατιωτικές μπότες που του είχαν φτιάξει. Έμοιαζε τόσο χαριτωμένος μέσα στα χιονισμένα χαρακώματα των Ρωμαίων ο πιτσιρικάς. Κανείς δε φανταζόταν το Τέρας στο όποιο θα εξελισόταν.

Γι’αυτό και τούτος ο πιτσιρικάς με τρόμαζε. Έδειχνε να κοινωνικοποιείται πλήρως, να λειτουργεί πλήρως σε μια ομάδα μα δεν δημιουργούσε δεσμούς με κανέναν.

Από τη άλλη, η μικρούλα ήταν εντελώς διαφορετική.

Δύσκολα πλησιάζε κάποιον. Μα όταν πλησιάζε κι άφηνε να την πλησιάσεις, έψαχνε να χωθεί, να φωλιάσει.

Θα προτιμούσε να κάτσει μόνη της σε μια γωνία παρά να παρατηρεί άσκοπα.

Έρχοταν συχνά δίπλα μου.

Ήθελε να μάθει να ράβει πληγές, να θεραπεύει. Όχι πως θα μπορούσε να το κάνει ένα παιδί στην ηλικία της, μα φαινόταν πως αυτό ήθελε.

Δε μίλαγε. Δε ζητούσε. Μα καθόταν δίπλα μου και παρατηρούσε τα πάντα.

Μια μέρα καθώς έραβα έναν της ομάδας, ένιωσα μια ζαλάδα και πήγα να πέσω.

Κι ενώ όλους τους έπιασε πανικός, η μικρή, που καθόταν δίπλα μου σιωπηλή, σήκωσε ατάραχη το χεράκι της και μου ακούμπησε το δείκτη της στο στόμα.

Στην αρχή δε κατάλαβα. Μετά παρατήρησα πως η άκρη του δείκτη της ήταν παραμορφωμένη. Λες και κάτι τη δάγκωνε σε ένα συγκεκριμένο σημείο για καιρό και ρούφαγε από το αίμα της.

“Σου δίνει να φας” άκουσα κάποιον να λέει κυνικά.

Γύρισα το κεφάλι μου και το Τέρας που ήταν υπεύθυνο για όλη τη φρίκη εκείνου του προγράμματος, γέλαγε ειρωνικά.

“Τι εννοείς;” τον ρώτησα.

“Σου δίνει να φας. Νομίζει πως πεινάς γι’αυτο έβαλε το δάχτυλό της στο στόμα σου. Κάνει μαζί σου ό,τι ακριβώς κάνει και με το Δείγμα Β από τότε που ξεκίνησε το Πείραμα.” συνέχισε εκείνος με το ίδιο ύφος.

“Ποιό Πείραμα;;;”

“Το Δείγμα Α και το Δείγμα Β είναι προϊόντα ανθρώπινης μήτρας. Όχι γέννας αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.

(Ηδονιζόταν το κάθαρμα να τόνιζει όλες τις απόκοσμες λεπτομέρειες των ανουσιουργημάτων του)

Θέλαμε να δούμε λοιπόν αν η δημιουργία συναισθημάτων και δεσμών μεταξύ των προϊόντων είχε να κάνει με τον τρόπο παραγωγής τους.

Έτσι φτιάξαμε τα Δείγματα Α και Β και μετά από λίγο καιρό τα βάλαμε στην ίδια θερμοκοιτήδα. Επίτηδες αφήναμε το Δείγμα Β χωρίς επαρκή ποσότητα τροφής ή κατάσαρκη επαφή ένω στο Δείγμα Α δίναμε μόνο τα απολύτως απαραίτητα ως προς τη διατροφή και ένα “χάδι” με ένα ζεστό και βρεγμένο ύφασμα που και που.

Και τα δύο δειγματα στην αρχή έκλαιγαν δυνατά.

Το Δείγμα Β έκανε περισσότερη φασαρία όπως κανείς θα περίμενε.

Στη συνέχεια αρχίσαμε να χτυπάμε το Δείγμα Α.

Στην αρχή μαλακά μέχρι που φτάσαμε στο σημείο να τη γεμίζουμε μελανιές.

Την τροφοδοσία όμως τη διατηρούσαμε σταθερή και σιγά σιγά δίναμε και στο Δείγμα Β λίγο περισσότερο στο οποίο ποτέ δεν ασκήσαμε βία.

Και τότε ξεκινήσαμε να παρατηρούμε κάτι πέριεργο.

Κάθε φορά που χτυπούσαμε το Δείγμα Α, δεν δίναμε επαρκή ποσότητα τροφής στο Δείγμα Β με αποτέλεσμα να κλαίνε και τα 2 γοερά.

Μετά από λίγο όμως το Δείγμα Α άρχισε να παρατηρεί τις αντιδράσεις του Δείγματος Β κι ενώ πόναγε από τα χτυπήματα, άπλωνε τα χέρια του να ακουμπήσει το Δείγμα Β.

Το Δείγμα Β μη γνωρίζοντας τι είναι η κατάσαρκη επαφή, ένιωθε απειλή κι έτσι, στην αρχή χτύπαγε το Δείγμα Α με τη σειρά του.

Μέχρι που κάποια στιγμή δάγκωσε το δείκτη του τόσο δυνατά που μάτωσε.

Περιέργως το Δείγμα Α δε τράβηξε το δάχτυλό του παρά άφησε το Δείγμα Β να “βυζάξει” από την πληγή.

Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, ό,τι και αν δίναμε στο Δείγμα Β σαν τροφοδοσία, ναι μεν θα το έπαιρνε αλλά αργά ή γρήγορα θα πήγαινε στο Δείγμα Α και θα του τράβαγε το δάχτυλο.

Παράλληλα σταματήσαμε τη χορήγηση κατάσαρκης επαφής στο Δείγμα Α για να δούμε αν θα άλλαζαν οι αντιδράσεις του.

Το περιέργο ήταν πως όχι μόνο δεν άλλαξαν, μα καθώς πέρναγε ο καιρός, εκείνο έδειχνε να έχει ανάγκη ακόμα περισσότερο την επαφή και κυρίως από το Δείγμα Β, το οποίο πλησίαζε το Δείγμα Α μόνο όποτε και για όσο εκείνο ήθελε.

Το Δείγμα Α δεν άλλαζε συμπεριφορά, μόνο ίσως “απομονωνόταν” σταδιακά σε αντίθεση με το Δείγμα Β που έδειχνε να εγκληματίζεται περισσότερο με χώρο και τις συνθήκες.

Μετά από λίγο σταματήσαμε το Πείραμα.

Βλέπεις το Δείγμα Α απεδείχθη ελαττωματικό σύμφωνα με τις τελευταίες εξετάσεις. Έμφάνισε “στένωση θώρακος” (έτσι δε το λέτε εσείς οι “γιατροί”;) με αποτέλεσμα το εξάρτημα της καρδιάς να αναπτύσεται δυσανάλογα με το εμβαδόν του θώρακος.

Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, δε θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε το Πείραμα με ελαττωματικά δείγματα. Και για να είμαι ειλικρινής θα είχαμε τερματίσει και το Δείγμα Α αν δε μας είχε προλάβει το Τάγμα των ‘Απλυτων σου.

Έτσι κι αλλιώς δεν άλλαξε τίποτα. Και ως ισχύοντα να πάρουμε τα αποτελέσματα του Πειράματος, αποδεικνύουν ένα και μόνο πράγμα.

Μόνο οι ελαττωματικοί “νιώθουν” κι έτσι δεν υπάρχει θέση γι’αυτους στο μέλλον της Σφαίρας και της Κοινοπραξίας.”

Το γέλιο του ακόμα ηχεί στ’αυτιά μου……

Ούρλιαξα να τον πάρουν από μπροστά μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν διατεθειμένη να τον δω σαν άνθρωπο. Όχι πια.

Γύρισα και κοίταξα τη μικρούλα. Ο δείκτης της ήταν ακόμα εκεί. Τεντωμένος και παραμορφωμένος. Πριν προλάβω να την πάρω αγκαλιά, ο μικρός ήρθε και της τράβηξε τη ρόμπα.

Η μικρή γλύστρησε από τον χειρουργικό πάγκο μου και τον ακολούθησε σιωπηλά.

Κάθησαν κάτω από ένα τραπεζάκι κι η μικρή του πρότεινε το δαχτυλάκι της. Ο μικρός άνοιξε το στόμα του και το δάγκωσε.

Με το άλλο χεράκι της πήγε να του χαϊδέψει το κεφάλι. Την άφησε για λίγο και πριν το καταλάβει, τραβήχτηκε με λύσσα λες και τον βρώμιζε ή του είχε αφήσει 10 τόνους βάρος πάνω στο στέρνο.

Μετά έβγαλε απότομα το δάχτυλό της από το στόμα του κι έτρεξε προς τους Αντάρτες, αφήνοντας τη μες το παράπονο και την απορία λες κι είχε κάνει κάτι κακό.

Γύρισε και με κοίταξε με τα μάτια κατακόκκινα λες και με ρώταγε “γιατί” κι εγώ ένιωσα ντροπή που δε μπορούσα να της εξηγήσω.

Τις επόμενες μέρες η κατάσταση της μικρής χειροτέρεψε με γοργούς ρυθμούς. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να την κρατήσουμε μα ήταν ανώφελο.

Ο πιτσιρικάς παρατηρούσε πάντα από απόσταση.

Μόνο την τελευταία μέρα την πλησιάσε και πήγε να την ακουμπήσει για πρώτη φορά. Εκείνη τέντωσε το δαχτυλάκι της αδύναμα και λίγο μετά το μηχάνημα σταμάτησε να έχει ενδείξεις.

Ο μικρός έμεινε να κοιτάει το δάχτυλο και λίγο μετά έκανε κάτι που οι περισσότεροι θα χαρακτήριζαν ως αποτρόπαιο.

Πήρε το σουγιαδάκι κι έκοψε την άκρη από το δάχτυλο της.

Κι αφού το καθάρισε από όλους τους ιστούς και κράτησε μόνο το κόκαλο, το περάσε γύρω από το λαιμό του.

Ήθελα να του πω πως ήταν ανούσιο όλο αυτό.

Πως θα έπρεπε να την είχε αγκαλιάσει όσο ήταν εδώ.

Μα τι να έλεγα σε ένα παιδί που είχε το όνομα Δείγμα Β;

Τι να λεγα σε ένα πλάσμα που δεν είχε μάθει να αγκαλιάζει;

Που δε θα καταλάβαινε τι είναι η Αγάπη και πόσο απλόχερα του είχε δωθεί από ένα πλάσμα που την είχε περισσότερο αναγκή από κείνον;

Την επόμενη μέρα πέρασα μια αλυσίδα ανάμεσα από τα μάγουλα του “Μένγκελε” και τον έσυρα στο προαύλιο των εγκαταστάσεων του Τμήματος Αναπαραγωγής. Λίγο αργότερα του πήρα το κεφάλι κι έφτιαξα την “κουδουνίστρα” μου, όπως την αποκαλείτε.

Λίγο μετά η Αντίσταση πνίγηκε στο αίμα και τον μικρό δε τον ξανάδα. Είμαι σίγουρη πως έγινε πρώτης τάξεως Στρατιώτης. Θα έμαθε να σκοτώνει, να καταστρώνει περίτεχνα σχέδια επίθεσης και άμυνας, να οργανώνει ομάδες εφόδου, να μιλάει, να επαναστατεί, να μάχεται με λύσσα εναντίον της Κοινοπραξίας όπως εσείς, να αστειεύεται, ίσως ακόμα και να πηδιέται που και που. Μα να αγαπάει και να αγκαλιάζει;……

Γι’αυτό λοιπόν πείτε μου, γιατί να σώζω χέρια που δε ξέρουν πως να αγκαλιάζουν;….

Ένας λειψός Απρίλης

Ημέρα Αδέσποτων σήμερα.
Μπερδευτήκαμε στο σπίτι.
Κανείς από τους 2 μας δεν ήξερε ποιός έπρεπε να πει  “Χρόνια Πολλά” σε ποιόν.
Ο Γάτος σ’εμένα ή εγώ σ’αυτόν…

________________________________________

“Δε χωράω πουθενά”

Σκεφτόταν κάθε μέρα.

“Το σπίτι αυτό δεν είναι δικό μου.
Κι οι δρόμοι που έτρεξα, χάθηκαν κάποιο προδωμένο Δεκέμβρη.
Τα ρούχα μου δε με χωρούν.
Το δέρμα μου με πνίγει.
Κι οι φωνές στο κεφάλι μου;
Ξένες κι αυτές!
Με κάνουν να ξερνάω λέξεις κι είκονες.
Μα μετά από λίγο δεν αναγνωρίζω τα “παιδιά” μου.
Θέλω να τα πνίξω στο χαρτί που τα γέννησα”

Τον άκουγε για μήνες, κρεμασμένη απ’το ταβάνι.
Κρυμμένη στις γωνίες.

Τον άκουγε για μήνες.
Με το στόμα δεμμένο.

Ώσπου ένα βράδυ καθώς εκείνος κοιμόταν,
Έσπασε το θώρακα της κι έβγαλε όλες τις κόκκινες και μαβιές κλωστές της.
Και του έφτιαξε μια νύχτα για να κρυφτεί.
Μια πόλη για να ζήσει.
Μια κάμαρα για να ονειρεύεται.
Ζεστό ψωμί για να χορτάσει.

Τράβηξε νήματα από τα μαλλιά της και τού φτιαξε ένα πανωφόρι για κάποιον άλλο Δεκέμβρη.

Με μια ανάσα άναψε το φεγγάρι για να βρεί το δρόμο μέχρι το καινούργιο του σπίτι κι έφτυσε από το στόμα της ένα ασημένιο κλειδί και τ’άφησε στο τραπεζάκι δίπλα απ’τον καπνό του.

Κι όταν βεβαιώθηκε πως ήταν όλα έτοιμα,
έβαλε τα δάχτυλά της βαθιά μέσα στις κόχες
κι έβγαλε τα μάτια της.
Κι ύστερα;
Ξερίζωσε τα τύμπανα απ’τα αυτιά της.

Δεν είχε κάτι άλλο να δει και ν’ακούσει πια…

_________________________________________

Είναι λέξεις που μένουν ορφανές,
Που βγαίνουν από στόματα μα δε φτάνουν στ’ αυτιά
Χτυπάνε σε σάρκινους τοίχους.
Σπάνε σα γυαλιά σε αφιλόξενα αιμάτινα πατώματα.
Είναι εκείνες οι λέξεις που βγαίνουν βαθιά μέσα απο θώρακες ανοιχτούς.
Όχι από λαιμούς ή φωνητικές χορδές.
Κουβαλάνε σύνδρομα εγκατάλειψης.
Σπαράζουν σα μωρά σε κούνια που διψούν για αγκαλιά μα κανένα χέρι δεν έρχεται να τα τυλίξει.
Καμιά φορά μόνο ίσως λάβουν ένα φιλικό χτύπημα στη πλάτη για να τηρούνται τα προσχήματα.
Κι αφού κλάψουν και κλάψουν και κλάψουν και κλάψουν
Πετρώνουν σα τους θώρακες που τις γέννησαν.
Και δε ξανά “φωνάζουν”.
Αχρηστεύονται και πεθαίνουν.
Να σα τις τρίχες που μένουν στη χτένα μου όταν ξεμπλέκω τα μαλλιά μου.

– Είπες κάτι;

Όχι. Τρίχες λέω, τρίχες…..

__________________________________________

“Ξέρω έναν Οδυσσέα που δεν έφτασε ποτέ” έγραφε ο τοίχος

(Κι εγώ μια Πηνελόπη που δε περιμένει κανενός το γυρισμό) σκέφτηκα….

__________________________________________

Ναι άκου,
Τον Άνθρωπο κοίτα
Το A,
Όχι εκείνο το Αφαιρετικό
Ή το Στερητικό
Ή εκείνο της Άρνησης
Το άλλο που μαζί του όλα ξεκινάνε.
Κι όταν αυτό συντροφέψει,
Κάν’το AN για το Υποθετικό.
Θα ακολουθήσει το Θ για κεινο το Θραύσμα
Μα εγώ δε θα προσέξω.

Σαν εκείνο το κορίτσι που κοιτάει πάντα έξω απ’το παράθυρο.
Όλοι νομίζουν πως κοιτάει τον ορίζοντα.
Μα αυτό κοιτάει το διάφανο είδωλο στο τζάμι.
Δε θέλει να φαίνεται κι έτσι επιλέγει να εκτίθεται.
Οι Άνθρωποι αγνοούν αυτό που μπροστά στα μάτια τους βρίσκεται.
Και το κορίτσι φοράει το γυάλινο μανδύα του και χάνεται.

Πάνε μέρες τώρα που στο γυρισμό απ’τη δουλειά βλέπω εκρήξεις.
Παρέες γελάνε, μιλάνε, κάθονται στα γύρω παγκάκια.
Μα εγώ δε τους ακούω.
Βλέπω μονάχα τον Κόσμο να καίγεται μ’εκείνο το κόκκινο που έχει ο ουρανός στις 20:30 μ.μ..

Αλήθεια
Πιο συχνά λες σ’αγαπώ ή λυπάμαι;
Κι ό,τι από τα δύο κι αν πεις,
το πιστεύεις;
Μην απαντήσεις.
Δε χρειάζεται.

Μέτρησα τα κέρματα στη τσέπη.
Με φτάνουν τα ρέστα μου για μια ακόμα μέρα.

__________________________________________

Κόπηκα σήμερα.
Γέμισαν τα χαρτιά μου αίμα.
Κι ήταν τόσο κόκκινο που για μια στιγμή θυμήθηκα πως ανασαίνουμε ακόμη.

Στο τραμ ψάχνω για τα κορίτσια με τις πολύχρωμες μαντήλες και τα γελαστά κουτσούβελα.

Στο δρόμο για το σπίτι ψάχνω για τους σκύλους με τα γελαστά μάτια.
Αυτούς που βγάζουν βόλτα τα δίποδά τους κάθε απόγευμα μα μιλούν μεταξύ τους.
Μιλούν και με μένα καμιά φορά.

Πλησιάζει εκείνο το Σάββατο που όλη η πόλη θα περιφέρεται μεθισμένη στους δρόμους της.

Μα εγώ και τότε στους σκύλους θα μιλάω.

Έτσι κι αλλιώς

“…Τα σώματά μας ξαπλώνουμε μόνα και ζούμε υπέροχα θεωρητικά αφού εξέφρασες την ευτυχία με λόγια κι όποιος υπερβολικά σκέφτεται λες δε ζει το τώρα κι όσα λες εγώ τα σκέφτομαι ακόμα…”

Αν έρθεις, να μου φέρεις ένα κουτί Φλωρεντίνες.

Θέλει λίγο μέλι ετούτη η μακροχρόνια πίκρα στη γλώσσα.

Κι ας λένε πως δε κάνει να μπλέκεις το οινόπνευμα.

Κι εκείνη τη πέτρα που χω πάντα στη τσέπη, την έπαιζα στα δάχτυλα όλο τ’απόγευμα.

Ξαναμάτωσα.

Αν μ’αγαπάς, μη μου φέρεις τις Φλωρεντίνες.

Θα μου κάτσουν στα μπούτια όπως η πραγματικότητα μου κάθεται στο σβέρκο….

___________________________________________

“…Να σου γαυγίσω την ΑλφαΒήτα;
Μάταιο…
Τι να το κάνω αν το στόμα σου είναι ανοιχτό, μα τ’αυτιά σου κλειστά; Κανείς δεν ακούει με το στόμα….”

Πρασίνισε το φανάρι.
Πέρασε απέναντι με τη μουσούδα κατεβασμένη και την ουρά ακίνητη….

__________________________________________

Πώς μετριέται το κενό κι η απουσία με ρωτάς.
Κι εγώ κοιτάω το μπρίκι μη και δε προλάβω να το τραβήξω από το μάτι.
Ξέρεις, το είχα αυτό το άγχος από μικρή. 
Να μη προλάβω το μπρίκι πριν να χυθεί ο καφές.
Τόσο άγχος που 2,5 χρονών παιδάκι τέντωσα τα ποδαράκια μου να το φτάσω και να το βγάλω από το καμινέτο.
Στο τέλος έριξα τον φουσκαλιαστό καφέ πάνω μου.
Θρηνούσε η Νενέ μου πως “Πάει! Χάλασε το ντεκολτεδάκι του παιδιού”.
Η Μάνα μου όμως άλλαζε ευλαβικά για μήνες τις γάζες στο “Ντεκολτεδάκι” και τ’ασχημάτιστο στηθάκι μου κι έτσι τίποτα δε χάλασε.
Ή έτσι νομίζαμε τουλάχιστον…
Γιατί απ’ότι φαίνεται, ο μυς πίσω από το στέρνο υπερθερμάνθηκε και με καίει χρόνια τώρα. 
Στο κόκκινο όλα κι ας μου χρεώνουν την υπερβολή.
Δε ξέρουν βλέπεις για το ατυχές συμβάν.
Μακάρι να ξεραν. Μα κι αν ήξεραν, θα καταλάβαιναν;…

Με ξαναρωτάς πως μετριέται το κενό κι η απουσία.
Κι εγώ δεν έχω απάντηση.
Πώς να σου απαντήσω;
Είναι σα να μου ζητάς να βγάλω μεζούρα για να μετρήσω την απόσταση από το “Εγώ πάντα θα λείπω” ως το “Εγώ θα είμαι πάντα εδώ”.
Μετριούνται μωρέ τα “Έτη Φωτός” με τα “Εκατοστά”;
Είναι σα να με ρωτάς αν κάτι πονάει.
Δε ξέρω να σου απαντήσω.
Εγώ δε πονάω εδώ και χρόνια.
Μα και να πόναγα,  ούτε που θά ξερα τι πονάει τον καθένα.
Ούτε τι μονάδα μέτρησης κρατάει η απουσία.
Ή το κενό.
Ξέρω μονάχα πόσο καίει.

Μάλλον θα μου μεινε κουσούρι να βάζω μόνη μου φωτιά στο “Ντεκολτεδάκι” μου.

Αλήθεια, καφεδάκι να φτιάξω;….

__________________________________________

Για Επανάσταση φοράω τ’αθλητικά στη δουλειά.
Τη πέτρα είπαμε, την έχω μήνες στη τσέπη μα δε βρίσκω που να την πρωτοπετάξω.
Κι έτσι μένει στη τσέπη και στροβιλίζεται μόνη της.
Σχολάω κι έχει ψύχρα.
Παίζει το ίδιο τραγούδι σ’επανάληψη εδώ και μέρες μα ακόμα δε μπόρεσα να βρω “πόσο μακριά να φτάσω…”

– Το Σκιάχτρο γαμάει
– Ναι τη ψυχούλα μου

…Εδώ και μέρες μα δε μου κολλάει κάτι άλλο στ’αυτιά.

Μπάτσοι παντού.
Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα με ειδήσεις του προηγούμενου μήνα γύρω μου που ούτε στα στόματα δε τριγυρνάνε πια.

Μακάριοι οι λησμονήσαντες.
Ευτυχείς κι ηλίθιοι που σε μια εβδομάδα θα χαμογελούν με το ξύγκι στο δόντι λίγο πριν γίνουν είλωτες “για να μαζεύουν τις ελιές τους”.

Ακόμα βρωμάει ψοφίμι στα στενά.

Κάτι τέτοιες μέρες σκέφτομαι το φουκαρά το Λάζαρο κι εκείνο τον ταλαίπωρο τον Ιούδα το Θαδδαίο.
Ο ένας δε ξαναχαμογέλασε ποτέ κι ο άλλος τάχθηκε να προστατεύει τους απελπισμένους και τους χαμένους σκοπούς.

Βαρύ τ’αντάλλαγμα για την Αθανασία ή την Αιώνια Ζωή θα μου πεις.

Μα εγώ δε τα πήγαινα ποτέ καλά με τα “μετα θάνατον”.

Τώρα μπορείς να σαι δω;
Τώρα που αυτός ο Ήλιος μου τρυπάει τα κόκαλα;

Έρχεται κείνο το Σαββατοκύριακο που όλη η πόλη θα γυρνάει μεθυσμένη κι εγώ σκέφτομαι πόσες πυλωτές θα χρειαστούν για να αναστηθεί ο Έρωτας.

Αν ήταν άλλες εποχές, μπορεί και να σου λεγα πως τα κατεβασμένα βρακιά κι οι κομμένες ανάσες απλά θα ταλαιπωρούσαν το Άχραντο Πτώμα του.

Μα πάει καιρός που θα θελα Ανάσταση Νεκρών…
Σ’ ό,τι έχει ψοφήσει στον καθένα τελοσπάντων…
Και μ’όποιο τρόπο βολεύει τον καθένα…

19:55

Πάω σπίτι.

Αυτός ο Ήλιος διάλυσε τη σπονδυλική μου στήλη κι ίσως απλά να αιωρηθώ ως εκεί.

Τα λέγαμε…

__________________________________________

Αχ Λάζαρε

Φρικιό στους ανασαίνοντες,
για τους νεκρούς, προδότης.
Το σάβανο για σχολιανό
της νιότης σου της πρώτης.

Ποιόν ίσκιο βρήκες στο στρατί
για λίγο ν’ανασάνεις;
Και τις σκιές στο τάφο σου
ποιές μέρες να ξεκάνεις;

Κι αν ήξερες τη πληρωμή
για την Αθανασία,
θα σφράφιζες τα χείλια σου
δίχως να ναι αβαρία;

Και το ψωμί που γεύτηκες,
ήταν γλυκό και πάλι;
Ή μήπως πάντα σου δίνανε
μόνο βρασμένο στάρι;

Χαμόγελο γι’αντίτιμο
για άλλα 30 χρόνια,
μακριά από το Δράκοντα
στα Μαρμαρένια Αλώνια

Τα χρόνια που σου χάρισαν,
τα ήθελες στ’αλήθεια;
Κι όταν όλα γινήκανε,
σκέψου απογοήτευση
αν πίστεψαν μονάχα από συνήθεια…

Λένε πως ο Λάζαρος μετά την Ανάστασή του, έζησε για άλλα 30 χρόνια μα δε ξαναχαμογέλασε ποτέ…

__________________________________________

Η Μάνα μου λέει πως “αυτό το παιδί είναι βλάμμενο”.
Μα όλες τις φορές που με είπε βλαμμένο, εγώ ένιωσα περήφανη.
Ήταν πάντα διαφωνία συνείδησης.
Μπορεί κι εκείνη κατά βάθος, το ίδιο να ένιωθε.
Δε θα το παραδεχόταν όμως.
Βλέπει τα πράγματα πρακτικά.
Βλέπω τα πράγματα απ’τον κόσμο μου.
Δε της άρεσε το τελευταίο κειμενάκι μου.
Την άγχωσε, λέει.
Την τρόμαξε.
Εγώ νομίζω πως στεναχωρήθηκε για τα σκοτάδια στο κεφάλι μου.

Πριν από λίγο καιρό μια άλλη Μάνα είπε στο παιδί της όταν εκείνο με έδειξε πως “αυτή η κοπέλα θα ναι όμορφη ως τα βαθιά της γεράματα”.  Του είπα μόνο πως οι Μανάδες πάντα μ’αγαπούσαν περισσότερο από τους γιούς τους.

Για την ομορφιά δεν έβγαλα μιλιά.
Δεν την βλέπω. Δε με νοιάζει.
Ποτέ μου δε πίστεψα πως είμαι όμορφη και μεταξύ μας δε πιστεύω πως θα φτάσω στα βαθιά γεράματα.

Έτσι κι αλλιώς τις νύχτες ξαπλώνω μόνο με τη ρημάδα τη στάση μου.
Αυτή κοιτάω να ναι δυο μέτρα κι αγέρωχη.
Κι ας είμαι εγώ κοντή…

__________________________________________

Σειριακός Αριθμός

(Ιστορίες από τα Χρονικά της Κοινοπραξίας)

«Τροφοδότηση! Τροφοδότηση!»

Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, η ίδια μηχανική φωνή να δίνει το ίδιο μηχανικό παράγγελμα.

Σταμάτησαν οι μηχανές και μπήκαν όλοι στη γραμμή. Η διαδρομή γνωστή ως την μεγάλη αίθουσα με τις αιωρούμενες τάβλες και τα μικρά τετράγωνα καθίσματα.

– Ηα.34773 μην καθυστερείς σε παρακαλώ.

– Συγγνώμη Η.34763. Προσπαθώ.

Κοίταξε τα μικρά του ποδαράκια και τα ακόμη πιο μικρά, κόκκινα από τους ατμούς, χεράκια του. 7 χρονών παιδάκι τι δουλεία είχε σαν εργάτης σε γραμμή παραγωγής; Και στην ουσία ούτε 7 χρονών. Αυτό εδώ το αγοράκι δεν έδειχνε πάνω από 5.

Κι όμως είχαν περάσει 7 ολόκληρα χρόνια από εκείνη την ημέρα στη σπηλιά που έβαλε τα χέρια της βαθιά ανάμεσα από τα πόδια της και τον έφερε σε τούτον εδώ τον εφιάλτη. Ολομόναχη μέσα στις σκόνες, έσκυψε και έκοψε τον ομφάλιο λώρο με τα δόντια και τον έδεσε πριν πέσει λιπόθυμη από την κούραση και την αιμορραγία. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν το να ξυπνάει και να τον νιώθει πάνω της κι εκείνη τη γριά που καθόταν απέναντι της.

«Να τον πάρεις και να πας στα SILO. Αφού δε βρήκες το κουράγιο να τον σκοτώσεις όσο ήταν ασφαλής μέσα στα σωθικά σου, τώρα θα πρέπει να τον κρατήσεις ζωντανό. Αν μείνετε εδώ, θα πεθάνετε κι οι δύο. Εκεί τουλάχιστον θα έχετε τροφοδότηση. Μη κάνεις το λάθος μόνο να πεις πως τον γέννησες.»

«Μα πως να εμφανιστώ με ένα νεογέννητο; Θα μου τον πάρουν αμέσως. Αν προλάβαινε να χρονίσει τουλάχιστον;…»

«Μείνε εδώ. Θα δω τι θα κάνω. Αν κατάφερα να σε ράψω και να μη μου ψοφήσετε ως τώρα, κάτι θα σκεφτώ για να σας κρατήσω ζωντανούς»

Έμειναν σε εκείνη τη σπηλιά για ένα χρόνο. Η γριά είχε κράτησε το λόγο της.

«Χαιρετισμούς Εργαζόμενοι. Η Κοινοπραξία σας καλωσορίζει. Η Παραγωγή εξαγνίζει»

Ξανά η ίδια μηχανική φωνή. Η ίδια μηχανική γραμμή.

– Σειριακός Αριθμός;

– Η.34763

– 10g πρωτεΐνης, 20g ηλεκτρολύτες, 10g φυτικές ίνες. Προγραμματισμένη ηλιοφόρτιση σε 2 ήμερες. Επόμενος!

– Σειριακός Αριθμός;

– Ηα.34773

– 12g πρωτεΐνης, 22g ηλεκτρολύτες, 12g φυτικές ίνες. Προγραμματισμένη ηλιοφόρτιση σε 2 ημέρες. Επόμενος!

Κοίταξε τον μικρούλη. Πως να μην ήταν μικρούλης; Η Κοινοπραξία είχε σα στόχο το μικρότερο κόστος για την μεγαλύτερη παραγωγή κι έτσι οι μερίδες που έδινε στους «Εργαζόμενους» ήταν οι μικρότερες δυνατές. Μα ποιό παιδί αναπτύσσεται με 3 φιαλίδια; Τουλάχιστον σε 2 ημέρες ερχόταν η προγραμματισμένη Ηλιοφόρτηση.

Βλέπεις η Κοινοπραξία είχε αντιστρέψει τα ωράρια. Έβαζε τους «Εργαζόμενους» να δουλεύουν τη νύχτα και να κοιμούνται τη μέρα. Έπειτα από τα γεγονότα της τελευταίας εξέγερσης, οι Κουροπαλάτες της Κοινοπραξίας είχαν καταλήξει πως τη νύχτα ήταν πιο εύκολο να οργανωθούν οι Επαναστάτες. Κι ενώ η τελευταία εξέγερση είχε πνιγεί στο αίμα και όλα έδειχναν πως κάθε ελπίδα αντίστασης είχε οριστικά πεθάνει, είχαν συμφωνήσει στο τελευταίο Σφαιρικό Συμβούλιο να πάρουν κάθε δυνατό μέτρο.

Η απόφαση ήταν ρητή και είχε ψηφιστεί ομόφωνα.

«12 ώρες βραδινή εργασία. Ελάχιστη δυνατή σίτιση. Πρωινός ύπνος»

Όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου μέχρι που άρχισαν οι πρώτοι θάνατοι. Ο Υπεύθυνος Κουροπαλάτης για την Διατήρηση των Παραγωγικών Μέσων ήταν απόλυτος.

«Χρειάζονται ήλιο. Βρείτε το ελάχιστο απαραίτητο χρονικό πλαίσιο εκθέσεως και ενημερώστε με. Αλλιώς ολόκληρη η Σφαιρική Γραμμή Παραγωγής θα καταρρεύσει»

Και κάπως έτσι θεσπίστηκε το μέτρο της «Ηλιοφόρτισης». 2 ημέρες έκθεση στον Ήλιο ανά 20 ημέρες εργασιακού κύκλου.

Το μόνο ζόρι στις μέρες της Ηλιοφόρτισης ήταν ο επονομαζόμενος «Έλεγχος των Νυμφών».

Κάθε Εργαζόμενος έπρεπε την πρώτη μέρα να καταπιεί μια δυστοπική πεταλούδα. Αυτή είχε μέσα της μια κάμερα κι ένα microchip που έκαναν εσωτερικό έλεγχο στον οργανισμό του Εργαζόμενου. Έτσι η Κοινοπραξία μπορούσε να ελέγχει τις βιολογικές τιμές και να κάνει damage control στα εργαλεία της. Όσοι είχαν χαμηλές τιμές, απομακρύνονταν από τα πόστα τους και πήγαιναν στα «Αναπαυτήρια» γιατί η Κοινοπραξία «Φρόντιζε πάντα τους Εργαζόμενους».

Το θέμα είναι πως κανείς δε γύρναγε ποτέ από τα Αναπαυτήρια κι έτσι οι αδαείς τα έβλεπαν ως «Γη της Επαγγελίας». Οι πιο πονηρεμένοι όχι…

Κάθισαν στην συνηθισμένη τάβλα τους απέναντι από τον θυρεό της Κοινοπραξίας.

Ένας πλανήτης (που κάποτε λεγόταν Γη μα αν τον έλεγες πλέον έτσι θα αγνοείτο η τύχη σου μέσα σε λίγα λεπτά) που πια ονομαζόταν «Σφαίρα» μέσα σε ένα τρίγωνο που έδειχνε το Σύμπαν γιατί «Στο Σύμπαν είμαστε Ένας». Κι ανάμεσα από το Συμπαντικό τρίγωνο και τη Σφαίρα, ένα Κρανίο για να θυμίζει στους ‘Εργαζόμενους πως «Στο Άτομο Κανένας». Κι όλη η απίστευτη προπαγανδιστική εικόνα ολοκληρωνόταν με μια πεταλούδα που είχε στην πλάτη της μια νεκροκεφαλή.

Ο πανούργος σχεδιαστής είχε εναποθέσει το έντομο πάνω στο στόμα του κρανίου. Να θυμίζει την Άγρυπνη Φροντίδα της Κοινοπραξίας που «νοιαζόταν» για τους Εργαζόμενους, μα κυρίως το τι θα συνέβαινε σε όποιον αντιτασσόταν σε Αυτή…

Για όποιον θυμόταν ακόμα τη ζωή πριν, ο Θυρεός όντως ήταν εφιαλτικός. Μα ο μικρούλης δεν είχε τέτοιες μνήμες κι ούτε είχε δει ποτέ του άλλο ζωντανό πλάσμα πέρα από τους Συν-Εργαζόμενους και τις Νύμφες που κατάπινε μια στο τόσο. Κι έτσι όλη αυτή η εικόνα του ήταν οικεία.

– Η.34763 με ακούς;

Ακούστηκε ένας ψίθυρος από τη διπλανή τάβλα

– Σε ακούω Ζ.85322.

– ‘Έμαθες τα νέα; Ξεκινάει λένε το Πρόγραμμα της Παραγωγικής Αναβάθμισης. Τέρμα πια τα Αναπαυτήρια! Θα το ανακοινώσουν στην Σφαιρική Επέτειο της Εγκαθίδρυσης της Κοινοπραξίας.

– Και τι θα γίνεται δηλαδή σε αυτό το Πρόγραμμα Παραγωγικής Αναβάθμισης;

– Θα μας εμφυτέψουν μια μηχανική πλακέτα στον αυχένα που θα μετράει συνέχεια τις βιολογικές μας τιμές. Ανάλογα με τις μετρήσεις, θα στέλνει και το αντίστοιχο μήνυμα στην Επιθεώρηση Διατήρησης Παραγωγικών Μέσων. Αυτή με τη σειρά της θα αναδιαμορφώνει την τροφοδότηση και θα κρίνει που μπορεί να επέμβει μηχανικά.

– Δηλαδή;

– Δηλαδή αν τα κόκαλα σου χρειάζονται ενίσχυση, θα αλλάζει αντίστοιχα κι η τροφοδότηση σου. Κι αν αυτό δεν φέρει αλλαγή στις τιμές, ανάλογα με το πόστο σου στη γραμμή της παραγωγής, ή θα σου αλλάζουν το προβληματικό βιολογικό μέλος με μηχανικό ή θα σε αλλάζουν πόστο.

Θόλωσε το κεφάλι της με αυτά που άκουγε. Θυμήθηκε εκείνον το φουκαρά τον Γ.85463 που μια μέρα του έστριψε κι έβαλε το κεφάλι του στη πρέσα.

Θυμήθηκε που ενστικτωδώς είχε μπει μπροστά στον Ηα.34773 για να του κρύψει τα μυαλά και τα αίματα που είχαν πεταχτεί στους τοίχους μη τα δει και τρομάξει.

Όλο το τμήμα πήρε λιγότερα g τροφοδοσίας για μια εβδομάδα ως παραδειγματική τιμωρία για τις εργατοώρες που χάθηκαν μέχρι να καθαριστεί η πρέσα και να ξαναμπεί σε λειτουργία η γραμμή παραγωγής. Κι η πείνα παλευόταν κάπως. Η δίψα όμως όχι κι έτσι τότε είχαν αναγκαστεί όλοι στο τμήμα να πιούνε ο ένας τα κάτουρα του άλλου προκειμένου να μη λιποθυμήσουν από την αφυδάτωση. Κοινή ασπίδα μόνο απέναντι στο μικρό όλο το τμήμα. Σε μια ένδειξη απρόσμενης αλληλεγγύης την είχαν όλοι πλησιάσει κρυφά και στη ζούλα της είχαν δώσει τους ηλεκτρολύτες τους.

«Για το π….» της είχαν πει, προφέροντας μια λέξη διαγραμμένη από τη Σφαιρική Λίστα Επιτρεπόμενων Μέσων Επικοινωνίας.

Μα αυτά είχαν γίνει πριν από καιρό. Και τώρα; Ήξερε πως το π…. δε θα άντεχε τον καθημερινό έλεγχο. Έτσι ισχνό και διάφανο που ήταν. Γύρισε και το κοίταξε καθώς αυτό έπαιζε με τις πλακέτες των πρωτεϊνών του.

Ξαφνικά τον είδε με κόκκινα ηλεκτρικά μάτια, να δακρύζει βγάζοντας λάδι μηχανής από τις κόχες. Να πατάει κουμπιά με σιδερένια δάχτυλα.

«Όχι. Αυτό όχι. Ως εδώ.» σκέφτηκε.

– Καλά μη χαίρεσαι τόσο πολύ με το ενδεχόμενο αλλαγής πόστου. ‘Όπως κανείς δε θα έπρεπε να χαίρεται με τα Αναπαυτήρια.

Ακούστηκε ένας ειρωνικός ψίθυρος.

– Ναι Ψ.80062 φώτισε μας με την παρωχημένη σοφία σου. Εσύ τι πιστεύεις δηλαδή;

Του απάντησε οριακά νευριασμένη η Ζ.85322.

– Δε πιστεύω τίποτα ανόητη. Το μόνο που λέω είναι πως κανείς δε γύρισε ποτέ από τα Αναπαυτήρια. Όπως και κανείς δε γνωρίζει με τι υλικά φτιάχνονται οι μερίδες της Τροφοδότησης…..

Τρόμος. Ψυχρός. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της Η.34763.

«Έχεις ακόμα αίμα για να παγώσει» της ψιθύρισε ο Ψ.80062 λες και είχε διαβάσει τη σκέψη της. “Το λάδι μηχανής δε θα παγώνει ποτέ».

«Τη προσοχή σας Εργαζόμενοι.

Η Κεντρική Διοίκηση σας ανακοινώνει πως εν όψη των εορτασμών της Σφαιρικής Επετείου της Εγκαθίδρυσης της Κοινοπραξίας, όλες οι επικείμενες Ηλιοφορτίσεις αναστέλλονται.

Στο πλαίσιο της έμπρακτης αποδείξεως της Αγάπης της Κοινοπραξίας προς τους όλους τους Εργαζομένους, σας ενημερώνουμε πως το Πρόγραμμα Παραγωγικής Αναβάθμισης τίθεται σε άμεση εφαρμογή με τις πρώτες εμφυτεύσεις να ξεκινάνε μέσα στις επόμενες μέρες.

Μια νέα εποχή ξεκινά. Μια εποχή Αγάπης.

Και να θυμάστε

Στο Σύμπαν είμαστε Ένας.

Στο Άτομο Κανένας.

Η Κοινοπραξία σας χαιρετά. Η Παραγωγή εξαγνίζει»

Αναστάτωση επικράτησε στη μεγάλη αίθουσα μα εκείνη δεν άκουγε.

Την είχε πάρει τη απόφασή της. Έπρεπε μόνο να βρει τον τρόπο και να τον βρει γρήγορα.

Κι εντάξει για εκείνη ήξερε τι θα έκανε. Με το π….. όμως; Πώς; Και πως θα το έπειθε;

– Έλα να με βρεις πριν πάτε για ανάπαυση.

Της είπε στο αυτί και έφυγε για το πόστο του.

Ξαναγύρισε στο δικό της πόστο. Ο μικρός την ακολούθησε.

Οι υπόλοιπες εργατοώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει.


Στο γυρισμό για τον κοιτώνα τους, γύρισε και το κοίταξε.

– Γιατί σταμάτησες; Που θα πάμε;

– Εμείς πουθενά Ηα.34773. Εσύ θα πας να απολυμανθείς κι εγώ να κάνω μια γρήγορη δουλειά.

– Μα…

– Πριν το καταλάβεις, θα έχω έρθει. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε επιτρεπόμενη ώρα κοινωνικοποίησης αυτή τη βδομάδα.

– Ουφ καλά….

Είπε ο μικρός και ξεκίνησε για τον κοιτώνα τους ανόρεχτα.

Εκείνη πλησίασε τον κοιτώνα του Ψ.80062

– Ψ.80062 είσαι εδώ;

– Ναι μπες

– Τι με ήθελες;

– Το θέμα είναι τι θέλεις εσύ από μένα. Ή μάλλον τι χρειάζεσαι.

Χαμήλωσε τα μάτια της.

– Μη κρύβεσαι από μένα. Τα ξέρω όλα. Ο μικρός είναι δικός σου. Από τις τελευταίες ανθρώπινες γέννες. Τότε που τα παιδιά, ναι τα παιδιά γεννιόντουσαν από κάβλα κι ελπίδα κι έρωτα.

Τον κοίταξε σαστισμένη καθώς δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της

– Το ξέρω πως είναι παιδί της τελευταίας Επανάστασης. Ξέρω πως τον γέννησες μόνη σου, πως έβαλες τα δόντια σου για να τον κόψεις από σενα. Η Μάνα μου σας ανάστησε. Ναι είπα Μάνα! Τη θυμάσαι άραγε αυτή τη λέξη; Του την έμαθες ποτέ; Κι όταν ξεκινήσατε να κατηφορίζετε για τα SILO μου έστειλε μήνυμα λίγο πριν πεθάνει για να σας περιμένω. Κι όταν σε είδα, ήξερα ποια είσαι. Σε είχε φωτογραφία πάνω του πάντα να ξέρεις. Ως την τελευταία στιγμή. Μόνο που στη φωτογραφία, τα μαλλιά σου ήταν μαύρα και λίγο πιο μακριά. Κι ο μικρός έχει τα μάτια του.

– Μα…. Πώς;…..

– Λίγο πριν την τελευταία επίθεση τα είπαμε όλα. Ξέραμε πως ήταν χαμένη από χέρι όλη η επιχείρηση. Γι’ αυτό και με έστειλε να μείνω σιωπηλός και να παρατηρώ. Κι όταν ερχόταν η ώρα, να μάζευα όσους μπορούσα για να ένα τελευταίο στάσιμο. Μα πλέον δεν έμεινε κανείς. Και με το τελευταίο πρόγραμμα θα μείνουν μόνο οι Κουροπαλάτες. ‘Εργαζόμενοι δημιουργούνται μέσα σε γυάλες από συλλεγόμενο γενετικό υλικό εδώ και χρόνια. Και τώρα με την πλακέτα σιγά σιγά θα γίνουμε όλοι μηχανές. Κι όσοι δεν είναι προσφιλές υλικό για την Αναβάθμιση, θα γίνονται πρώτη ύλη για την Τροφοδότηση. ΔΕ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΙΣ ΔΕ ΘΕΛΗΣΑΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΟΥΜΕ. Γι’ αυτό σου λέω. Ξέρεις γιατί ήρθες. Κι εκείνος δε θα ήθελε κάτι διαφορετικό ούτε για σένα, ούτε για το ΠΑΙΔΙ….

– Και πως θα….

– Για σένα έχω λύση. Για το παιδί θα πρέπει να το κάνεις μόνη σου. Δε θα μπορέσει να το αντέξει και εσύ δε θα μπορέσεις να το δεις.

– Καλώς…. Είπε με φωνή συγκαταβατική.

Έβαλε το χέρι στη τσέπη και της έδωσε ένα μικρό μεταλλικό τετράγωνο.

– Όταν έρθει η ώρα, βάλτο στο στόμα και δάγκωσέ το δυνατά. Θες να σου πω τι θα συμβεί;

– ‘Όχι. Δεν έχει σημασία άλλωστε.

Πήρε το μικρό μεταλλικό τετράγωνο κι έφυγε.

– Η.34763 γύρισες!

Φώναξε με χαρά ο μικρός κι άπλωσε τα ασθενικά κόκκινα χεράκια του και την αγκάλιασε. Αυτά είχαν σιωπηλή συμφωνία οι δυο τους να τα κάνουν μόνο όταν βρίσκονταν μόνοι τους.

– Μικρέ μου έλα να σου μάθω δυο λέξεις που δε ξέρεις.

– ‘Αμε!! Θα ναι σαν κι εκείνη που περιγράφει εκείνο το φανταστικό πλάσμα με τα τέσσερα πόδια και τη μακριά ουρά που κάλπαζε σε πράσινα λιβάδια;

– Περίπου μικρέ μου. Η Μία λέξη είναι η λέξη «παιδί» κι αυτό είσαι εσύ. Κι εσύ είσαι Παιδί Μου. Γιατί εσύ βγήκες μέσα από την κοιλίτσα μου.

Του είπε και πήρε το χεράκι του και το ακούμπησε κάτω από τον αφαλό της.

– Κι η άλλη λέξη;

Ρώτησε ο μικρός όλο απορία προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν όλα αυτά τα μαγικά που του έλεγε.

– Η άλλη λέξη είναι η λέξη «Μαμά». Κι αυτό είμαι εγώ. Κι εγώ είμαι η Μαμά Σου. Γιατί εσύ…

– Βγήκα μέσα από την κοιλίτσα σου….

Είπε σιγανά ο μικρός κι ακούμπησε το κεφαλάκι του πάνω στην κοιλιά της καθώς τύλιγε τα ισχνά χεράκια του γύρω από τη μέση της.

– Μαμά;

– Ναι παιδί μου.

– Πες μου εκείνο το τραγούδι για εκείνο το πλάσμα με τη μακριά ουρά και τα τέσσερα πόδια που κάλπαζε στα πράσινα λιβάδια.

Η Κοινοπραξία είχε απαγορεύσει εδώ και χρόνια και τα βιβλία και τη μουσική και τα τραγούδια μα δεν είχε βρει τρόπο να διαγράψει τις θύμησες. Κι έτσι ό,τι τραγούδια, ό,τι ποιήματα κι ό,τι παραμύθια θυμόταν, του τα ψιθύριζε τα ξημερώματα όταν έπεφταν για ύπνο.

Κάθισε στο πάτωμα. Τον έβαλε να κάτσει άναμεσα από τα πόδια της. Το παιδί ακούμπησε το κεφαλάκι του στο στήθος της κι εκείνη ξεκίνησε να του τραγουδάει

«Ο Καβαλάρης τ’άλογο,

Το ‘χε μες τη καρδιά του.

Πού να βρει φίλο πιο καλό,

Να λέει τα μυστικά του;…»

Κι εκεί, στο σημείο που πάντα αναστέναζε ο μικρούλης, του χάιδεψε μαλακά το κεφαλάκι, το φίλησε και με όση δύναμη της είχε απομείνει, γύρισε απότομα το τρυφερό λαιμουδάκι του, σπάζοντάς το.

Έσφιξε πάνω της το άψυχο κορμάκι του και δάγκωσε το μικρό μεταλλικό τετράγωνο.

Κι ό,τι ποτέ είχε νιώσει, ό,τι θυμόταν, ό,τι είχε αγαπήσει, μέσα σε δυο δευτερόλεπτα πετάχτηκε άμορφη μάζα στους γύρω τοίχους…..

Τώρα πια κανένας από τους δυο τους δεν θα ήταν Σειριακός Αριθμός.

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε σαν λεκτική απόδοση του σκίτσου του εξωφύλλου του, που σκάρωσε ο MaPet….

Αι Ειδοί του Μαρτίου

Μου είπε

“Τετοιες συζητήσεις στο κυριακάτικο τραπέζι καλο θα ήταν να μη γίνονται.”

Γέλασα

Εχουν καταργηθεί οι Κυριακές και τα τραπέζια!
Τρώμε με τα χέρια, στο πάτωμα οκλαδόν.
Μετά κοιτάμε το κενό και γλύφουμε μηχανικά τα δάχτυλα και τις πληγές μας.
Κερνάμε 
Προδωμένη ιδεολογία
Φιλιά της καταστροφής
Οργή της συγκατάβασης.
Δαγκωνόμαστε αναμεταξύ μας.
Φτάνουν τα δόντια μας στο κόκαλο.
Ύστερα γελάμε δακρίζοντας και σηκώνουμε τα ποτήρια εις υγείαν της επόμενης πτώσης.
Όλες οι μέρες είναι μία σε επανάληψη.

“Είμαι ψύχραιμη” είπα
“Είσαι ψύχραιμη ή κρατιέσαι;” μου απάντησε στωικά.
Δεν είπα τίποτα

Αυτή τη στιγμή όμως έχει έναν Ήλιο Φονιά έξω από το παράθυρο μου.
Κι εγώ πάνε ώρες που ακονίζω σιωπηλά το δρεπάνι μου.
Κανένας δε το ξέρει μα πλέκω στεφάνια από λουλούδια που δεν άνθισαν ακόμα.

Χαμογελάω καθώς φαντάζομαι όλους αυτούς που αγαπάω χωρίς να το ξέρουν.

Μια μέρα,
Εκείνη τη μέρα που οι μέρες θα ξαναπάρουν υπόσταση κι ανάστημα,
θα τους χαζεύω να βαδίζουν σε δρόμους κόκκινους και ζεστούς σαν αίμα.

Μέχρι τότε άφησε με να κόβω λουλούδια που δεν άνθισαν ακόμα.

Οτιδήποτε για να αφήσω για λίγο το δρεπάνι που ακονίζω ή τη θηλειά που μου σφίγγω γύρω από το λαιμό….

_________________________________________

Τραβάγανε τα ράμματα εκείνο το βράδυ.
Άπλωσε το χέρι όσο έφτανε να κολλήσει τη γάζα, μα σαν ακούμπησε τη τομή, κάτι της γαργάλισε το χέρι.
“Ξανά τα ίδια γαμώ το στανιό μου; Μα αφού το καυτηρίασε αυτή τη φορά!”
Τράβηξε το πούπουλο. Μισό αίμα, μισό μαύρο. Είχαν αρχίσει να αλλάζουν χρώμα εδώ και καιρό.
Κάθε φορά ο πόνος μεγαλύτερος.
Κάθε φορά έβγαιναν όλο και πιο γρήγορα.
Της είπε ο γιατρός να έκαιγαν την τομή τη τελευταία φορά.
Απέλπιδα προσπάθεια για να σταματήσει τους ακρωτηριασμούς.
Μα αυτά έβγαιναν ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Πιο δυνατά. Πιο σκούρα. Τώρα πια μαύρα.
Κάπου στο ενδιάμεσο ήρθε κι η μετάλλαξη.
Τις πρώτες μέρες κάθε ακρωτηριασμού, με μια ασήμαντη αφορμή, άλλαζε υπόσταση και σύσταση.
Γινόταν υδάτινη και για λίγο χόραγε παντού.
Καθόταν όπου κι αν την έβαζες. Κύλαγε για να μην ενοχλεί.
Έκρυβε μια ανακούφιση ετούτη εδώ η αλλιώτικη υφή.
Μα τον τελευταίο καιρό κι αυτό είχε αλλάξει.
Όταν δε κοίταγε κανείς, γινόταν δίνη.
Περιστρεφόταν με τέτοια μανία γύρω από τον εαυτό της μέχρι να εξατμιστεί.
Κι ύστερα έπεφταν τα μικρά σωματίδια της στο πάτωμα κι ενώνονταν μέχρι να την ξανακάνουν ένα.
Ξεθύμαινε κι εμφανιζόταν ξανά.
Μα η δίνη γινόταν όλο και πιο δυνατή κάθε φορά.
Κι ο ακρωτηριασμός κρατούσε όλο και πιο λίγο.
Όταν περιστρέφονταν τα υδάτινα κομμάτια της, πλέον έβγαζαν αχνό.
Και οι τομές δε προλάβαιναν να θρέψουν πια.
Έσπαγαν τα ράμματα με οργή κι εκείνη τράβαγε τα μαύρα πούπουλα με απελπισία και ματαίωση.
Δε θυμόταν το πιο πρόσφατο όνομα της γι’αυτό κάθε φορά που η νοσοκόμα την καλούσε, δεν άκουγε με το πρώτο.
Θυμόταν κάποια.
Ζαντάκιελ, να σταματάει το χέρι του Αβραάμ με ικεσία λίγο πριν το μαχαίρι φτάσει στο λαιμό του παιδιού.
Αντιγόνη, να θάβει μέσα στη νύχτα τον χαμμένο αδελφό.
Οφηλία, να πνίγεται κρατόντας λουλουδάκια.
Τότε ειχαν πιστέψει πως τα ρούχα της την είχαν τραβήξει στο βυθό.
Κάνεις δεν είχε δει τα φτερά και το πως τη βάραιναν για χρόνια.
Ούτε τώρα τα ήθελε.
Άλλος ένας λόγος για να την πουν φρικιό.
Άλλος ένας λόγος για να μη χωράει πουθενά και σε κανέναν.
Άλλος ένας λόγος για κόβεται.
Κι όταν δε κόβεται, να πνίγεται.
Είτε από μόνη της καθώς περιστρεφόταν, είτε επειδή τα φτερά θα θέριευαν και θα την τραβούσαν στο βυθό.
Δεν είχε πλέον εδώ και χρόνια λαιμό παιδιού να σώσει, νεκρό αδελφό να αναπαύσει, πατέρα με αρραβωνιάρη να συμφιλιώσει.
Κι όμως εκείνα έβγαιναν ξανά και ξανά και ξανά.
Κι ο βυθός την φώναζε εδώ και μήνες….

_________________________________________

Στη στάση λενε πως “Ρε κάνει κρύο”.

Κι εγω σκέφτομαι.
Λάθος το δερμάτινο.
Λάθος το ξυπνητήρι.
Λάθος οι άνθρωποι.
Λάθος κι οι συγκυρίες.
Λάθος η στιγμή.
Λάθος ανάσα.
Λάθος στη μετάφραση.
Λάθος κι εκείνο το τηλέφωνο.

Κι ο χρόνος κι ο κόσμος είναι στάσιμος.
Απλα περιστρεφώμενος σα νερό σε αντλία με χαλασμένο φίλτρο.

Ξανά στο ίδιο σημείο. Πάντα στο ίδιο σημείο

Τουλάχιστον αν με ρωτήσουν πως βρέθηκα εδώ, θα έχω τη σωστή απάντηση.

“Από λάθος….”

_________________________________________

Είναι κι αυτό που έχω πάψει να προσεύχομαι.
Αφήνω το καυτό νερό να τρέχει τα βράδια και μέσα στους ατμούς βγάζω τα κρίματά μου.
Πουλιά σπάνε το στέρνο μου.
Πετάνε μέσα στο μικρό δωμάτιο και δραπετεύουν από τις γρίλιες του παραθύρου μου βιαστικά πάνω από την αγριεμένη λεωφόρο.
Μετά πιέζω το σπασμένο κόκαλο.
Το βάζω στη θέση του και γυρίζω πλευρό.
Ο έξω κόσμος δε σώθηκε ούτε ετούτη τη βδομάδα.
Ο μέσα κόσμος ακροβατεί από τα γεννοφάσκια του.
Κι εγώ ξαναπιέζω το κόκαλο.
“Καληνύχτα” σου λέω
“Μακάρι να πέρναγε από το χέρι μου” μου λες
Ο χρόνος περνάει ανάμεσά μας.
Μα εγώ έχω πάψει να προσεύχομαι πια…..

_________________________________________

Εκείνο το πρωΐ στο εργαστήριο θα μαθαίναμε πως γίνεται η Μπισκ.
Μπήκαμε στη κουζίνα κι η μυρωδιά από το ιώδιο μας πήρε από τα μούτρα.
Παρατεταγμένα ήταν τα μυρωδικά, τα κρεμμυδάκια, τα βότανα, οι καρκάσες.
Και σε μια γωνιά βαριανάσαινε ένα καβούρι.

Τα καβούρια είναι μυστήρια πλάσματα, δε ξέρω αν το ξέρεις. Βαθιά συντροφικά και βαθιά μοναχικά.
Μη με ρωτήσεις πως το ξέρω.
Με την ίδια αφοσίωση θα παραχωρήσουν το σπίτι τους, με την ίδια άνεση θα κάτσουν μόνα τους στο βραχάκι τους χωρίς να ενοχλούν κανέναν.
Μα πάνω από όλα, αν νιώσουν πως από κάπου περισσεύουν, πως κάπου δεν εντάσσονται, ακόμη κι αν οι γύρω τους τα κρατάνε απ’τη δαγκάνα, αυτά θα προτιμήσουν να κόψουν μόνα τους τη δαγκάνα τους και να αποχωρήσουν αθόρυβα με πλάγια βήματα.
Μέχρι να καταλάβουν οι γύρω πως πλέον κρατάνε μόνο τη νεκρή, μα ακόμα ζεστή δαγκάνα τους, εκείνα εχούν ήδη εξαφανιστεί χωρίς επιστροφή…

Καθότανε λοιπόν το έρημο το καβουρί στη γωνία και που και που σήκωνε με ικεσία τις δαγκάνες του.
Ο Σεφ συνέχιζε να λέει για το πόση ώρα θα έπρεπε να “κάψουμε” τις καρκάσες και πόσο κρασί θα έπρεπε να ρίξουμε, μα εγώ κοίταγα μόνο το έρμο το καβουράκι.

Σε κάποια στιγμή γυρίζει ο Ψηλός (που όλα τα έβλεπε πάντα) και μου λέει με βαριά Καρδιτσιώτικη προφορά:
“Στελλάκι μη βάλεις τα κλάματα! Ένα καβούρι είναι”
“Το ξέρω” του απάντησα σιγανά “Μακρινός συγγενής…”

Δεν έφαγα από εκείνη τη Μπισκ.
Κι όταν χρειάστηκε να τη φτιάξω με τη σειρά μου σαν άσκηση, ούτε που τη δοκίμασα.

Εκείνο το Καβούρι δεν είχε μαγκώσει κάπου τη δαγκάνα του.
Αν είχε, μπορεί και να είχε σωθεί με πλάγια.
Δε νομίζω πως ξαναταυτίστηκα ποτέ ξανά με πλάσμα έτσι.
Ούτε εγώ, ούτε κι η μόνη δαγκάνα που μου έχει απομείνει…

Η θεία Πανωραία και άλλες ιστορίες

Από τι σ’ έφτιαξες;
Πόσο νερό ξόδεψες για να σε πλάσεις;
Κι από τι χώμα;
Τι χρώμα;
Τι μυρωδιά σου έδωσες και πόσο σ’έψησες;
Σε κεινες τις μικρές ρωγμές τι δάχτυλα άφησες να λουφάξουν;
Κι ύστερα από τόσο μεράκι, σε ποιό ράφι γεμάτο τσίγκο θα βολέψεις τα πήλινα σωθικά σου;

______________________________________________________________________________________________

Κι όμως! Ξέρω απόλυτα πως ακριβώς ένιωσε η Ιωάννα τη στιγμή που ανέβαιναν οι φλόγες για να γλείψουν τη μύτη της και το Walkman της άρχισε να λίωνει.

Πάει καιρός από τη τελευταία φορά που είχα Walkman
Πάει καιρός από τη τελευταία φορά που αυτοκτόνησα.

Εξακολουθώ να σκέφτομαι όμως.

Ζούμε τις τελευταίες μέρες μιας σουρεάλ Πομπηΐας κι έχουμε μείνει να κοιτάμε Νεκροζώντανοι τους Αυτοκράτορες να γελάνε υστερικά καθώς μας βάζουν φωτιά.

Τριγύρω Μελλοθάνατοι χαιρετάμε αλλήλους.

Ο Καίσαρας μπορεί να πάει να γαμηθεί.

Γι’αυτό σου λέω.

Βάλε το χέρι σου ανάμεσα από τα πόδια μου, εκεί ψηλά και φίλα με μέχρι να ματώσει η γλώσσα.

Δεν έχω άλλη φωνή να τους πετάξω.
Ούτε άλλο ξόδεμα να τους χαρίσω.
Κι όσο σάλιο μου απόμεινε, το φύλαξα για σένα.

Ή αυτοί ή εμείς;

Δεν υπάρχει διαπραγμάτευση πια.

Μη το κουράζουμε άλλο.

Καθένας στο στρατόπεδό του μωρό μου….

____________________________________________________________________________________________________

Και τώρα;
Θα δούμε.
Μετά θα ναι καλύτερα;
Πριν ήταν χειρότερα.
Τώρα;
Ground zero
Κι οι στάχτες;
Ήταν εδώ από πριν.
Δικές σου;
Δικές σου.
Το χαλί δε τις κρύβει πια;
Στο είπα. Φτερνίστηκα κι ας έλεγες πως είχες σκουπίσει.
Και τώρα;
Θα δείξει.
Μετά καλύτερα;
Πριν χειρότερα.
Τώρα, Ground Zero.

___________________________________________________________________________________________________

Αυτά που μου λείπουν πιο πολύ, έχω βρει ένα τρόπο και τα κάνω δώρο.
Στίχους, βιβλία, δίσκους, χάδια, συναισθήματα.
Οι αποδέκτες συνήθως μου κάνουν δώρο το Μάθημα.

Η Μαμά μου λέει πως δε πρέπει να λέμε στους ανθρώπους πως είναι όμορφοι.
Μα εγώ δε χάνω ευκαιρία να τους υπενθυμίζω.
Εκείνοι μου ξανακάνουν δώρο το Μάθημα.

Δε κρατάω ποτέ σημειώσεις στην παράδοση.
Οι δάσκαλοι πάντα έλεγαν πως είμαι έξυπνη αλλά τεμπέλα.
Εγώ χαμογελούσα πονηρά.
Δεν ήξεραν πως μελετούσα μόνο ό,τι αγαπούσα.
Κι έτσι κι αυτοί μου παρέδιδαν για πολλοστή φορά τη διδακτέα ύλη.

Μη κουράζεστε κύριε.
Δηλώνω Φιλόλογος σε μια εποχή φανατικών Καθηγητών Άλγεβρας.
Κι όλοι εσείς οι Φυσικοί πως συνεχίζετε να παραδίδετε σε έναν κόσμο πια τόσο αφύσικο;

Αφήστε!
Απόψε θα γράψω μόνη μου το όνομά μου στο αποσιολόγιο.
Βγαίνω για διάλλειμα, να κοιτάω την τάξη από τα σύρματα.

_______________________________________________________________________________________________________________

Είναι Κυριακή
Όχι είναι Σάββατο
Κυριακή νομίζω
Σάββατο με ολίγη
Σκέτη από γιουβέτσι
Away χωρίς το click
Πρώτα η κατακλείδα
Μετά η εξιστόρηση
Είχα μια φίλη που όταν ήταν παιδί διάβαζε πρώτα τον επίλογο στα βιβλία.
Φοβόταν μη πεθάνει και δε προλάβει να μάθει το τέλος.
Τότε μου είχε φανεί αστείο.
Αργότερα μακάβριο.
Μετά θλιβερό.
Πλέον πρακτικό.
Όλα να τα ζήσουμε από την ανάποδη.
Πρώτα να χωρίζουμε.
Μετά να ξενερώνουμε.
Ακολούθως να τσακωνόμαστε.
Κατόπιν να πηδιόμαστε.
Στην συνέχεια να μιλάμε.
Ακολουθεί το να ενθουσιαζόμαστε.
Ύστερα να συναντιόμαστε κάπου τυχαία.
Στο τέλος να καταλήγουμε ξένοι.
Έτσι θα γλυτώνουμε τη θλίψη.
Θα κοιμόμαστε μόνοι και ήσυχοι.
Τι λες;
Σκέψου το και μου λες καθώς ετοιμαζόμαστε να μπούμε πάλι στην αρένα.

____________________________________________________________________________________________________________

1, 2 – 1, 2
Μέτρα
Τα τάστρα στη κιθάρα
Μέτρα
Πόσες φορές χτυπά η φλέβα
Μέτρα
Την απόσταση από την ανάσα ως το πρώτο φιλί
Μέτρα
Τις μπίρες
Μέτρα
Την οργή
Μέτρα
Τα γέλια
Μέτρα
Τα κλάματα
Μέτρα
Ο,τι έπνιξες
Μέτρα
Ό,τι ξόδεψες
Μέτρα
Ό,τι έχασες
Μέτρα
Ό,τι μπόρεσες
Μέτρα
Ό,τι θέλησες
Μέτρα

Μέτρησες;

Κόφ’το!
Μη μετράς!

Ένα κορίτσι με rollers σήμερα μου θύμησε πως η ζωή είναι εκεί έξω και περιμένει.

Κι άνθρωποι που κρύβανε το πόνο τους για χρόνια κι έχουν αρχίσει να ξερνάνε τη ντροπή, μου θύμησαν πως ίσως και να χει καρμική ισορροπία τούτη η πουτάνα η ζήση.

Κι η προσμονή για κείνο το αντάμωμα σε πνιγμένους από ζωή και κάΒλα και γέλια πεζόδρομους μου θύμισε πως δεν έχουμε πεθάνει ακόμα κι ας είναι ο κόσμος σκατά.

Μα απόψε λέω να κάψω το κατάστιχο.
Λέω να μη ξαναμετρήσω.
Κι όσες μέρες σου λείπουν Ω Φεβρουάριε θα στις χαρίσω απόψε.

Κλείνω λογαριασμούς κι ας ανασαίνω ακόμα με κομμένη την ανάσα.

Φετός να δεις, θα αναστηθούν τα Ελευσίνια Μυστήρια.

Κι εμείς θα τη πάρουμε τη ζωή μας πίσω Μαρία….

Για την ώρα θα καταστρώσω σχέδια αμαύρωσης της Κοσμιοτάτης Διαγωγής μου.
Κι όταν έρθει η στιγμή, θα κάψω το ενδεικτικό και το απολυτήριο, σπονδή σε ένα κόσμο που πρέπει να αλλάξει.

Μεχρί τότε παρατάτε με.
Έχω να μεταφράσω κείμενα απόψε…..

______________________________________________________________________________________________________________

…Είδα τη μάνα μου στον ύπνο μου να προσπαθεί να με ταΐσει μακαρόνια με κιμά ενώ εγώ κοιμόμουν.

Κι ύστερα σηκώθηκα λέει, έκατσα σ’ένα τραπεζάκι με φίλους και παγωμένο καφέ και κανόνιζα διακοπές.

Καλαμάτα ή Αρεόπολη ή Κυπαρισσία ή Αστυπάλαια.

Και γύρισα το κεφάλι μου και το τραπεζάκι ήταν ξαφνικά μέσα σ’ένα ελαιώνα.

Κι ήταν 6 τ’απόγευμα, Ιούλης μήνας.

Κι έπεφτε ένα πορτοκαλί φως σα γλυκό πορτοκάλι σε δαντελένιο πιατάκι.

Και φόραγα ένα άσπρο φουστάνι.

Κι ήμουν ξυπόλητο.

Κι ήταν τα μαλλιά μου λιτά και μύριζαν αλμύρα.

Ένιωσα κάτι υγρο στο μάγουλο.

Ξύπνησα.

Ο Γιάννης μου έγλυφε το πρόσωπο…

__________________________________________________________________________________________________

Η θεία Πανωραία (“Πανωραία όνομα και μη χωριό” έλεγε η μακαρίτισσα η νενέ) όποτε ερχόταν για επίσκεψη, δεν ήταν για καλό. Λες και τα κοντά τακούνια της χτύπαγαν στο μάρμαρο της σάλας σα πένθιμες καμπάνες που προμήνευαν το επικείμενο κακό.
Δε τό λεγαν μόνο στο δικό μας το σόι μιας και δεν ήταν μόνο δικιά μας θειά.
“Πάλι αυτή η μαυρόμουνη;” άκουγα τις γειτόνισσες να λένε με καημό και να σταυροκοποιούνται.
Δεν είχε θυμό ο αναστεναγμός τους. Μόνο θλίψη μιας κι ήξεραν πως δε μπορούσαν να την αποφύγουν.
Την έβλεπαν να να προβάλει απ’το στενό με τη μαύρη φούστα κάτω από το γόνατο και την πέρλα στ’αυτί κι έμπαιναν στη κουζίνα να κάμουνε καϊφέ. Διπλό, βαρύ και σκέτο.
Σαν έμπαινε στη σάλα, θα της έβγαζαν και λίγο κυδώνι στο κεντητό πιατάκι.
Αν το τρωγε, ξέρανε πως η στεναχώρια που θα ερχόταν δε θα βάσταγε πολύ.
Αλλοίμονο αν ρούφαγε μόνο τον καϊφέ μέσα από τα συνοφριωμένα, σχεδόν αόρατα χείλη της.
Μετά θα ανακάθιζε στη θέση της κι αφού ίσιωνε κομμάτι τη φούστα της και έλεγχε με τρόπο τις πέρλες της, θα άρχιζε τις οδηγίες.
Αν έλεγε πως πρέπει να αλλάξουν οι κουρτίνες και να σκεπαστούν τα κάντρα, το σπιτικό ετοιμαζόταν για μεγάλο κεντρί.
Αν απλά ρώταγε να μάθει τα νεώτερα, όλοι ήξεραν πως όσο δυνατή κι αν ήταν η μπόρα, μπόρα θα ήταν και θα πέρναγε γλήγορα.
Δε γινόταν να την αποφύγεις τη θεία Πανωραία. Αν ήταν η σειρά σου για τη βεγγέρα, έπρεπε να ανοίξεις.
Όσοι νομίσαν πως θα μπορούσαν να την ξεγελάσουν ή να κάνουν πως δε την είδαν, πάθαιναν χειρότερο κακό από εκείνο που τους ήταν γραμμένο.
Μια φορά θα χτύπαγε η θεία Πανωραία κι αν δε άνοιγαν, θα έφευγε. Μα σα θα έφευγε, το σπίτι που δε τη δέχτηκε, θα σφάλιζε για πάντα.
Κάποτε ήρθε κι η σειρά του δικού μας σπιτιού.
Τη θυμάμαι να κάθεται στον πράσινο βελούδινο καναπέ της νενέ μου καθώς εκείνη τρωγόταν με τη δόλια τη μάνα μου για το ποιά θα της έκαμε καλυτερο καφέ μπας και την καλοπιάσουν.
Τη κοίταξα κρατώντας τη κούκλα μου και τότε κάτι περίεργο συνέβει.
Η θεία Πανωραία μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να πάω να κάτσω κοντά της χτυπώντας μαλακά το μαξιλάρι του καναπέ δίπλα της.
Σέρνοντας τη κούκλα μου, ακολούθησα το νεύμα της μα πριν προλάβω να της μιλήσω, φασαρία μεγάλη ακούστηκε.
Είχαν μπει η μάνα με τη νενέ μου στη σαλά και καθώς με είδαν δίπλα στη θειά, πάγωσε το αίμα τους και τους έπεσε το δισκάκι με τον καϊφέ από τα χέρια.
“Τι σκιάζεστε μωρέ ολόκληρες γυναίκες; Το Μικιό δε με φοβάται και τρέμετε εσείς; Αφού έτσι κι αλλιώς μέσα σας ξεύρετε τι θα γενεί σα φύγω! Δε περιμένατε να ρθω για να το σιγουρέψετε. Το καζάνι αυτού βράζει καιρό!” Ειπέ και καρφώνοντας τη μάνα μου, συνέχισε “Το ζητούμενο είναι ποιά και πότε θα σηκώσει το καπάκι… Όσο για σενανε Μικιό μου, θα σε επισκέφτομαι συχνά. Θα με κάνεις καϊφέ και θα μου βγάζεις και κομμάτι κυδώνι. Θα κοβεντιάζομε για τις νταντέλες που άλλες θα ράβουν για τα προικιά τους κι εσύ για έτσι θες. Κι όταν η βίζιτα μου θα σου φαίνεται κομμάτι Αρμένικη, σα φεύγω, θα πιάνεις χαρτι και καλαμάρι και θα ξερνάς τη Ψυχούλα σου στις λέξεις για να μερεύει”

Πέρασαν “αιώνες” από κεινη τη Κυριακή.
Η θεία Πανωραία όλα αυτά τα χρόνια μου ρχεται συχνά.
Ίσως πιο συχνά από ότι θα θελα μα δε βαριέσαι.
Της αρέσει, λέει ο καϊφές που κάμω και να σου πω την αλήθεια την συνήθισα κι εγώ.

Μόνο να, θα θελα, μιας και πλέον δε γράφω με χαρτί και καλαμάρι σα φεύγει, να τρωγε κι εκείνη πιο συχνά λίγο κυδώνι κουταλιού στο νταντελένιο πιατάκι….

Τα Σκόρπια του Χειμώνα

Ο Φύλακας Άγγελος μου πίνει κι είναι γραμμένος σε Τάγμα Θανάτου.

Ο Δαίμονάς μου έχει δικούς του Δαίμονες.

Δε συναντιόμαστε κι οι τρεις συχνά.

Κάτσαμε όμως μια μέρα και τα μιλήσαμε.

Τα παμε, τα συμφωνήσαμε.

Μοιράσαμε τις δουλειές στο σπίτι, τα φαντάσματα στις γωνίες και τα ντουλάπια.

Καφέ όποιος θέλει, φτιάχνει μόνος του.

Δεν αλλάζουμε τη σειρά των βιβλίων.

Δεν αφήνουμε άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη ή το κρεββάτι ξέστρωτο.

Δε μιλάμε με το στόμα γεμάτο.

Τώρα που το σκέφτομαι, δε μιλάμε τελεία.

Ανταλλάσουμε νεύματα και μουρμουράμε μελωδίες.

Το στόμα το αφήνουμε άδειο.

Σ’αυτό το σπίτι δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλο.

Έχουμε αφήσει τις λέξεις να γερνάνε μέσα στα λεξικά, προικιό στους απανταχού αναλφάβητους, στους ανεπίδεκτους μαθήσεως.

Κι έτσι μέσα σε τούτη την αστεία συμβίωση, καθένας μας έχει βρει τον τρόπο να ανθίζει μόνος του.

Ο Άγγελος, ο Δαίμονας κι εγώ….


Ξανά από την αρχή.

Νερό για τα θεμέλια.

Λάσπη για τις κολώνες.

Η ζωή μου βαριέται

Κι όταν έχω να της βάλω φωτιά καιρό, πυρπολείται από μόνη της για να την ξαναχτίσω.

Μάταια φωνάζω πως κουράστηκα να κουβαλάω κουβάδες.

Να λερώνω το φουστάνι μου.

Εκείνη ανατινάζεται συθέμελα και σκάβει τα σωθικά μου.

“Προσοχή! Συνεχές Εργοτάξιο” …


Δε σκέφτομαι πια.

Αφήνω τις μέρες να περνούν και να παίρνουν.

Όλα θυμίζουν παλιά δελτία ΠΡΟ-ΠΟ, τσαλακωμένα σε τσέπες από χονδρές μάλλινες ζακέτες.

Βάζεις τα χέρια για να ζεσταθούν και βρίσκεις ξεχασμένα πονταρίσματα για εφήμερα Τζακ Ποτ ευτυχίας.

Άλλο ένα χαμμένο ταλιράκι.

Σήμερα λέω μόνο να χαζεύω τα καράβια.

Ασυρματιστής σε καιρό μόνιμης σιγής ασυρμάτου…

__________________

Προσοχή!

Στο διάκενο

Στο κενό

Στον κενό

Προσοχή γενικώς

Στις λέξεις

Στα θραύσματα

Στα χέρια

Στα μαχαίρια

Στα λεκτικά

Στα αμίλητα

Σ’ εκεινα τα βαθιά νερά

Στις μυρωδιές

Στα τσαλακωμένα σεντόνια

Στα άπλυτα πιάτα μια μέρα μετά

Προσοχή

Σ’ εσένα που δε φέρεσαι το ίδιο σε όλους

Και σε κείνον που φερεται το ίδιο με όλους

Δε θα μπορέσει να δει τη διαφορά ανάμεσα σε σενα και σε όλες τις άλλες.

Δε φταίει

“Τα αντικείμενα στον καθρέφτη βρίσκονται πιο κοντά από όσο φαίνονται”

Μα εκείνος είναι αυτόβουλα τυφλός…

_____________________

Και τι θα γινόταν αν μια μέρα σταματούσα να γράφω;

Πόσες λέξεις θα έμεναν στο κενό μεταξύ χαρτιού και διαφράγματος;

Ο γιατρός έχει συστήσει ανάπαυση και ηρεμία μα το χημικό έγκαυμα λίγο πιο κάτω από τον δείκτη μαρτυράει άλλα.

Θα χαμογελάσω και θα κρατήσω το στόμα κλειστό.

Κι όταν κλείσει το φως, θα γυρίσω πλευρό και θα κλείσω τα μάτια.

Θα πω πως δε θα ξαναγράψω.

Μα όταν θα με έχει πάρει ο ύπνος, θα ξεκινήσει εκείνος ο βήχας που δε ξεχνάει.

Θα καίει το λαιμό μου σα τις λέξεις που καίνε το κεφάλι μου.

Κι όλα θα θέλουν να βγούν στο φως.

Με μεγαλύτερη οργή μιας τους απαγορεύθηκε προσωρινά η έξοδος.

Τι θα γινόταν αν μια μέρα σταματούσα να γράφω;

Δε ξέρω… Ρώτα με για κάτι που μου είναι εφικτό…

_____________________

Στερεύουν, λεν, οι συγγραφείς σαν γίνουν χαρούμενοι.

Χάνουν τις λέξεις μέσα στα χαμόγελα και τα χαρτιά τους μένουν ορφανά, παρθένα.

Τεμπελιάζουν, λέν, τώρα που δεν έχουν για τι να γράψουν.

Αυτά τα λεν όσοι δε ξέρουν.

Όσοι δεν έχουν πιάσει μολύβι ποτέ.

Γιατί στ’αλήθεια δεν υπάρχει μεγαλύτερη “δυστυχία” από εκείνη της χαράς.

Γιατί όσοι γράφουν, ξέρουν πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος φόβος από το να γίνουν χαρούμενοι…

______

Αγαπητέ Άγνωστε Άγιε,

Σου γράφω απόψε από ένα μπαλκόνι αερόστατο.

Δε ξέρω αν ήμουν καλό παιδί

.Δεν έχει και σημασία εδώ που τα λέμε μιας και δεν έχω τίποτα να σου ζητήσω.

Έτσι κι αλλιώς πάντα με κούραζε αυτό το αλισβερίσι.

Ήθελα μόνο να σου πω πως ο χρόνος σταμάτησε στη περσινή πρωτοχρονιά.

Οι δείκτες στα ρολόγια έκαναν τρελούς κύκλους γύρω από τους εαυτούς τους.

Δε κύλησαν τα λεπτά.

Ούτε τα δευτερόλεπτα.

Μόνο κάτι κλάσματα ανάμεσα στα οποία ζήσαμε μια δυο στιγμές που έμοιαζαν να έχουν φλέβες.

Στο τέλος έμεινε μόνο ο λέκες στο μάρμαρο.

Δε βγήκε το κόκκινο. Πότε δε βγαίνει.

Μόνο το όνομα και για όσους κατέχουν, η ψυχή.

Αύριο δε θα μαγειρέψω.Θα κάτσω στο μάρμαρο να χαζεύω το φως.

Μπορεί να μη φανεί κι ο λεκές.

Στο τέλος ίσως να βουτήξω απ’το κάγκελο κατευθείαν στη θάλασσα.

Τη θηλειά στο λαιμό την έχω περασμένη από χρόνια.

Μην ανησυχήσεις λοιπόν.

Δε πνίγομαι όσο κι αν με πνίγω….

________________________________

Ίσως κάποιο βράδυ όλα να βγάλουν νόημα.

Απόψε δεν είναι αυτό το βράδυ…

Κι όσο για σενα που έμεινες να μετράς τα πιόνια στα ασπρόμαυρα τετράγωνα,

δεν έχω συμβουλή να σου δώσω.

Οι φαντάροι πέφτουν πάντα πρώτοι στο χαράκωμα.

Σπάνια μέσα στη νύχτα μόνο,ακούγονται από μακριά να σφυρίζουν κάποιο χαρούμενο σκοπό.

Ακόμα κι οι σκιές τους δεν πρόλαβαν να δουν τη σφαίρα ανάμεσα στα μάτια.

Γι’αυτό σου λέω.

Τα βράδια μη ζητάς από εμένα απαντήσεις.

Είναι η ώρα που κι εγώ σφυρίζω μόνη μου…

______________

Προσευχή

Γράφουν σε Times New Roman
Απαντάς σε Callibri
Δεν υπάρχει συνεννόηση
Σπασμένα μούτρα μπροστά σε αναμμένα πληκτρολόγια
Στον ήλιο μούγκα
Άναρθρες κραυγές
Μισόλογα ανάμεσα σε μουγκρισμένους φθόγγους
Μυρίζει βενζίνη

Χακί του εμετού
Καμμία αντίδραση
Σακούλες που γυαλίζουν στο φως
Συμβιβασμοί που περπατάνε πιασμένοι χέρι-χέρι
Με το ένα όμως
Το άλλο ακονίζει το ξυράφι τις νύχτες που ο άλλος κοιμάται κι ο “άλλος” ο εντός ξαγρυπνά.
Το επόμενο πρωΐ γλυκίς βραστός.

Στο δρόμο για το σπίτι
κάποιος θυμιατίζει.
Δεν έχουν ενημερωθεί οι γείτονες από τις αρμόδιες αρχές πως ο Θεός έχει πεθάνει προ πολλού.
Μόνο οι Άγιοι της διπλανής οθόνης θα δέχονται δεήσεις από εδώ και πέρα.

Η ανακοίνωσις ήτο σαφής και λακωνική.

“Καθείς με το χαρτάκι του!
Θα τηρηθεί αυστηρά σειρά προτεραιότητας δια τη σωτηρία των σωμάτων ημών.
Δια την ψυχήν η διεύθυνσις ουδεμία ευθύνη φέρει.
Όσοι διατηρούν ακόμα αυτό το εξάρτημα, παρακαλούνται όπως μεριμνήσουν δια τη συντήρηση του με ιδία μέσα”

Εστω “χ” Δεκεμβρίου του Σωτήριου Έτους κάποιου αγνώστου κυρίου
Κανείς δε θα ζητήσει τη κυριότητα στα απολεσθέντα

Κουραστικά
Κουράστηκα

Δεν ήμουν προγραμματισμένη γι’αυτό τον κόσμο

Το Θεριό και Το Νερό

Σηκώθηκε στις μύτες να μην ακουστεί. Σα μπαλαρίνα στα Μπολσόι ακροβατούσε ανάμεσα στα πεταμένα ρούχα ψάχνοντας αθόρυβα να βρει τα δικά της. Μια κάλτσα εκεί, το μεσοφόρι της πιο δίπλα, ένα αρβυλάκι εδώ κι ένα πιο πέρα. Το φουστάνι άφαντο. Γύριζε γύρω γύρω σαν αραχνοΰφαντη σβούρα. Μια γωνία από κυπαρισσί ύφασμα έψαχνε να ανασάνει κάτω από ένα τζιν. Το τράβηξε με τις άκρες των δαχτύλων της μην ακουστεί η μεταλλική αγκράφα από τη ζώνη του στο μωσαϊκό.

Ντύθηκε με μια ανάσα. Ίσιωσε τις κάλτσες της μιας κι αυτές ήταν το μόνο που θα μπορούσε να ισιώσει. Στην αντανάκλαση της στο τζάμι έστρωσε λίγο τα μαλλιά της. Μια κοκκινίλα στο λαιμό. Κι άλλη μια στον αριστερό καρπό. Κοίταξε γύρω της. Το φως της σόμπας γέμιζε με πορτοκαλί γραμμές τον απέναντι γκρίζο τοίχο. Αέρας έμπαινε από τη σχισμή του παραθύρου και κούναγε μια παλιά άσπρη κουρτίνα. Στο κρεββάτι, δίπλα από το βαθούλωμα που είχε αφήσει το κουβάρι που αποκαλούσε σώμα της, εκείνος κοιμόταν ευτυχώς μπρούμυτα.

“Οι άνθρωποι κάνουν πιο εύκολη την αποχώρηση όταν δε φαίνονται τα πρόσωπά τους” σκέφτηκε.

Εκκωφαντική ησυχία σε ένα δωμάτιο που είχε καταπιεί τόσους ήχους αχόρταγα μερικές ώρες πριν.

Είχε πει πως δε θα έφταναν τα πράγματα εδώ κι όμως είχε πέσει έξω.

Μια βόλτα είχε πει. Μια βόλτα και να βρέχει. Κι ας μην ειπωθεί τίποτα.

Κι εδώ είχε πέσει έξω.

Στην αρχή κουβέντες του αέρα, όλα για τα πάντα και για το τίποτα. Λίγα γέλια ίσως και μετά σιωπή. Όχι εκείνη η έφηβη της αμηχανίας με τα σπυράκια και τα σιδεράκια. Ούτε η άλλη της θαλπωρής. Ετούτη η σιωπή μύριζε μπαρούτι. Λες κι όση ώρα περπάταγαν δίχως λέξη, ακόνιζαν από μέσα τους τα μαχαίρια που θα πέταγαν με το στόμα ο ένας στον άλλο λίγο αργότερα. Εκείνος δηλαδή γιατί αυτή δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τις λάμες, εκτός κι αν ήταν εκείνες της κουζίνας της. Οπότε όση ώρα εκείνος έψαχνε στο οπλοστάσιό του, εκείνη περίμενε σχεδόν στωικά την επικείμενη επίθεση.

– Δε θα πεις κάτι;

– Μιλάω όταν θέλω κι όταν έχω κάτι να πω.

– Ωραία γιατί κι εγώ όταν σου μιλάω, δε περιμένω να απαντήσεις.

– Τότε γιατί με ρωτάς;

– Άσ’το, ξέχνα το. Ίσως να ήταν κακή ιδέα τελικά.

– Γιατί ήρθες τότε;

– Γιατί είχα δώσει το λόγο μου.

– Στον δίνω πίσω! Σκασίλα μου κι ο λόγος σου κι αυτός ο διεστραμμένα Σπαρτιάτικος κώδικας τιμής σου! Με αυτή τη λογική, έτσι και πηδιόμασταν απόψε, θα ερχόσουν να με στεφανωθείς γιατί με “χάλασες”; Σήκω και φύγε τώρα!

– Τι λες; Ακούς τι λες;

– Ναι! Σήκω και φύγε σου λέω! Και πάρε και τον λόγο σου παράσημο! Εγώ θέλω να θες να είσαι εδώ, να μου μιλάς γιατί κάτι σου λείπει όταν δε μου μιλάς. Δε θέλω χάρες ούτε διευκολύνσεις!

– Αλήθεια θες να με κοντράρεις τώρα;

– Όχι! Θέλω να φύγεις!

Του φώναξε κι έκανε ένα βήμα μπροστά.

Πλησίασε και την τράβηξε με δύναμη από τον καρπό.

– Θα ήμουν εδώ αν δε το ήθελα ρε;

Ούρλιαξε μέσα από τη μάσκα.

– Πάρε το λόγο σου λοιπόν και μη σου πω που να τον βάλεις τότε. Α και πού σαι; Μη φρικάρεις, μα μου κρατάς ακόμα το χέρι.

Του απάντησε με μια ανεπαίσθητη ειρωνεία.

– Ναι, και;

– Και τίποτα. Εσύ τρόμαζες στην ιδέα του να με αγγίξεις, θυμάσαι;

– Δε τρόμαζα, απλά δεν έβρισκα άλλη λέξη.

– Δε με νοιάζει ειλικρινά. Απλά το διασκεδάζω όταν αυτοαναιρείσαι.

Ήθελε να του χαϊδέψει το μάγουλο. Δε το έκανε.

Το να “συναλλάσσεται” μαζί του ήταν σα να περπατάει ξυπόλητη ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά. Ώρες ώρες πίστευε πως μια κουβέντα θα ήταν αρκετή για να τον κάνει να σπάσει, να κατεβάσει ρολά, να θυμώσει.

– Δε καταλαβαίνεις. Ό,τι κι αν πω δε καταλαβαίνεις. Κάθεσαι εδώ με τη καρδιά στα χέρια και την κουφάλα στο στήθος σου να χάσκει αιμορραγώντας μέσα από τη δαντέλα του φουστανιού σου κι ενώ σου λέω πως το θεριό έχει μυρίσει φρέσκο αίμα και γλύφει ηδονικά τα δόντια του, εσύ γελάς.

– Δε με έφερε κανένας εδώ με το ζόρι ξέρεις. Δική μου η καρδία, δική μου η κουφάλα, δικό μου και το αίμα.

– Μα δεν υπάρχει τίποτα ρε! Δεν έχει μείνει κάτι να σου δώσω ρε μαλακισμένο!

Είχε αρχίσει να θυμώνει. Φαινόταν στον ήχο της φωνής του.

– Δε θυμάμαι να σου ζήτησα ποτέ κάτι.

Παρέμενε ήρεμη.

– Δε το χω λέμε! Δεν έχω τίποτα παρά μόνο εμένα να διαχειριστώ! Όλα τα άλλα με διαλύουν σου λέω!

Τον κοίταγε χωρίς να μιλάει. Δεν είχε κάτι να πει. Δεν ζήταγε κάτι. Τον κοίταγε μόνο με εκείνα τα μάτια των πνιγμένων που είχαν κι οι δυο τους, κοινό χαρακτηριστικό της ράτσας τους.

“Θέλω να τον αγαπήσω γαμώτο. Πόσο θέλω να τον αγαπήσω. Έτσι άδειο και σπασμένο και γεμάτο οργή και θλίψη”

Εκείνος φώναζε χωρίς να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Κι αυτή τον κοίταγε και το μόνο που σκεφτόταν ήταν η παραπάνω φράση κι όλα τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου που ξαφνικά κούμπωναν στα μούτρα του.

– Μ’ακούς; Καταλαβαίνεις;

Της είπε κι ήταν σα να τη ξύπναγε.

– Όχι….

Απάντησε σχεδόν ξέπνοα

– Δεν έχω ανάγκη να σε ακούσω. Σε νιώθω κι αυτό είναι αρκετό. Τον βυθό μου εγώ τον κουβαλάω μέσα μου λόγω της υδάτινης ιδιότητας που μου έχεις προσάψει. Κι αν νομίζεις πως έχω αυταπάτες ή πιστεύω σε θαύματα, γελιέσαι. Μα αυτό δεν αλλάζει το ότι σε νιώθω, σε πονάω και τις κουβέντες σου, ακόμα κι εκείνες που δεν “ακούω”, τις ράβω κουστούμι και τις φοράω όταν εσύ δε κοιτάς. Γι’αυτό και δε με νοιάζει ούτε το Θεριό σου, ούτε οι τοίχοι που σηκώνεις, ούτε οι αποστάσεις που θέλεις να κρατάς. Δεν έχεις προσέξει πως δε σου μιλάω αν δε μου μιλήσεις; Δε κάνω βήμα αν δε προχωρήσεις; Δε ζητάω; Πατάω στις μύτες των ποδιών όταν βρίσκομαι γύρω σου για να μη πω ή κάνω κάτι που δε θα μπορείς να διαχειριστείς. Αλλά είμαι εδώ. Και δε κουνάω βήμα. Πες στο Θεριό σου λοιπόν πως μπορεί να ακονίσει τα δόντια του όσο θέλει. Δε το φοβάμαι.

– Ρε!…

– Ασ’το… Μη πεις τίποτα. Δε χρειάζεται… Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα είναι απλά γι’αυτό είναι και δύσκολα. Το απλό είναι μονόδρομος, δεν έχει εξόδους κινδύνου ή εναλλακτικές διαδρομές. Είναι αυτό και τέλος! Κάτι σαν εμάς τους δυο. Εσένα θα γρυλίζει κλαίγοντας το Θεριό σου κάθε φορά που θα θυμώνει επειδή θα θέλει να πλησιάσει κι εγώ είμαι νερό και θα καταλαμβάνω πάντα το χώρο που θα μου παραχωρείς. Αλλιώς θα κάθομαι ήσυχα στη γωνίτσα μου. Και μη βιαστείς να με πεις ηττοπαθή. Καμία σχέση. Είναι που κι εγώ δε μπορώ αλλιώς. Το’χω ανάγκη βλέπεις αυτό που θα σκάβει τα σωθικά μου κάθε φορά για να φωλιάσει. Οι ζωές μας, πάει καιρός που έχουν γίνει δυστοπικοί αλγόριθμοι κι έτσι το μόνο που έχει μείνει να μας θυμίζει πως είμαστε άνθρωποι, είναι το να ματώνουμε που και που. Οπότε “come loose your dogs upon me”. Έτσι κι αλλιώς με έχεις ήδη αγγίξει άρα δε θα πρεπε να φοβάσαι πια.

– Στο μυαλό μου έχουμε…

– Ξέρω. Και στο δικό μου. Με χίλιους διαφορετικούς μαύρους τρόπους. Με κλάματα, με φωνές, με βρισιές, με οργή, με παράπονο. Σπάνια καμιά φορά και με γέλια μα εκείνες καταλήγουν πάντα στο σενάριο του να φτιάχνω κρέπες με μήλο το επόμενο πρωί ή μες τα μαύρα μεσάνυχτα κι αυτό είναι ένα σενάριο πολύ δύσκολα εφαρμόσιμο.

– Γιατί;

– Γιατί δύσκολα θα έμενες μέχρι το επόμενο πρωί. Κι αν έμενες, θα έφευγες με το που θα ξύπναγες γιατί θα στρέσσαρες. Κι αν ήταν μαύρα μεσάνυχτα, μάλλον δε θα με άφηνες να σηκωθώ από το κρεββάτι ή το πάτωμα ή τον καναπέ. Θα με κράταγες λίγο ακόμα για να μη φρικάρεις κι ύστερα ίσως να με γαμούσες με μεγαλύτερη μανία, λες και θα θελες να με εκδικηθείς γιατί σε κάνω να νιώθεις.

– Και τώρα θέλω να σε “εκδικηθώ” γαμώτο σου!

– Τώρα θα με φιλήσεις μάλλον γιατί ξέρεις πως το να μη το κάνεις, θα μας διαλύσει και τους δυο.

Και λίγο πριν εκείνο το φιλί, αναρρωτήθηκε μέσα της πως διάολο ενώ ήταν όλα τόσο δυσνόητα, έβγαζαν νόημα; Γιατί γαμώ το στανιό της, έπρεπε όλα να είναι τόσο δύσκολα;

Κι εκείνο το φιλί, σπίρτο σε μπαρουταποθήκη μα δε βαριέσαι.

Ο Robbie θα ξεψυχάει πάντα από συψαιμία στη Δουνκέρκη λίγο πριν φτάσουν οι σύμμαχοι.

Ο Μαλταμπές θα πνίγεται αιώνια μεσοπέλαγα.

Η Sarah θα πεθαίνει σε επανάληψη από πνευμονικό οίδημα.

Κι εμείς θα θρηνούμε για όσα παρολίγον να νιώσουμε, για τις αγκαλιές που αφήσαμε άδειες, για τα λόγια που μείνανε μισά, για τα ρυάκια ανάμεσα στα μπούτια που στεγνώσαμε βίαια με σεσουάρ για να μη παραδεχθούμε ο ένας στον άλλο πως καυλώνουμε και ματώνουμε;

Καμιά Εξιλέωση για τους Χαρακτήρες άνευ εκδόσεως;

Όχι! Χίλιες φορές όχι! Όχι άλλα σεσουάρ στην υγρή επιθυμία, όχι άλλα μισόλογα, όχι άλλες αγκαλιές άδειες, όχι άλλα παρολίγον αισθήματα.

Δε θυμάται πως βρέθηκαν σε εκείνο το διαμέρισμα. Δεν είχε σημασία.

Τα χέρια του στο λαιμό της, τα πνιχτά βογγητά, τα βρωμόλογα, τα δάχτυλά του στο στόμα της, τις σφιχτές αγκαλιές για να νικήσουν το κρύο κι ίσως λίγο και τη μοναξιά τους κι εκείνο το ουρλιαχτό της, “σα κραυγή του θάνατου, σα γέλιο ενός μωρού” όταν έχυνε. Αυτά θυμόταν και θα θυμόταν.

Δεν είχε νικηθεί ο θάνατος, ούτε είχε κερδίσει η Επανάσταση, ούτε είχε αλλάξει ο κόσμος.

Μα για ένα βράδυ, για ένα γαμημένο βράδυ η ζωή είχε ανάψει σα βεγγαλικό που καίγεται κι αυτό ήταν δείγμα πως δεν είχαν πεθάνει ακόμα.

Τώρα ήθελε να φύγει πριν ξυπνήσει. Να μην ενοχλήσει. Να μη καταχραστεί τη φιλοξενία.

Ο έρωτας, η καύλα, η επιθυμία; Πες το όπως θες, μας κάνει έστω για λίγο γενναίους κι άτρωτους. Για το μετά ποιός ξέρει…..