Σειρήνες

– Μ’ακους; Πες μου πως μ’ακους! Έλα κορίτσι μου! Σύνελθε! Εδώ! Σ’εμένα! Κοίτα με! Ανοιξε τα μάτια σου. Έλα να σε χαρώ! Άνοιξε τα μάτια σου Γαμώ Το Στανιό Μου!

– Μαλάκας είσαι αγόρι μου;; ΠΕΣ ΜΟΥ!!

– Μη Φωνάζεις! Θα συνέλθει! Δε μπορεί. Θα συνέλθει Ρε! Ακούς τι σου λέω;

– Μη Φωνάζω; Πώς να μη φωνάζω; Τι κάνουμε τώρα;

– Το ασθενοφόρο… Έρχεται το ασθενοφόρο… Δε μπορεί… Θα έρθει το ασθενοφόρο. Τι με κοιτάς έτσι; Θα έρθει το ασθενοφόρο, θα συνέλθει το κορίτσι μας κι όλα θα είναι όπως πριν. Ακούς; ΌΛΑ ΘΑ ΕΊΝΑΙ ΟΠΩΣ ΠΡΙΝ ΓΑΜΩ ΤΗΣ ΓΗΣ ΤΟΝ ΑΞΟΝΑ.

-ΑΡΓΟΎΝΕ ΓΑΜΏΤΟ!

– Θα συνέλθεις! Έτσι δεν είναι; Ε; Θα συνέλθεις κι όλα θα είναι καλά…

– Μαλάκα πάρε μια ανάσα… Έχεις αρχίσει να παραληρείς… Γαμώτο! Κι αν δεν έπρεπε να την μετακινήσεις; Τόσο αίμα γαμώτο! Από που βγήκε τόσο αίμα; Μια σταλιά άνθρωπος ρε πούστη μου!… Ακούς σειρήνες;… Πες μου πως ακούς σειρήνες…

– Τώρα εσύ έχεις αρχίσει και παραληρείς… Δεν την αφήνω ρε. Δε την αφήνω…. Άσπρο φουστάνι φόραγε γαμώ! Δεν την είδε το αρχίδι; Πώς είναι δυνατόν να μη την είδε; ΠΕΣ ΜΟΥ!!!!!

(Σειρήνες ακούγονται στο βάθος…)

2 μέρες πριν….

– Πότε;

– Σύντομα.

– Το ξέρω το δικό σου το σύντομα.

– Σύντομα λέμε!

– Πότε; Θέλω μέρα και ώρα!

– Ωραία… Μεθαύριο.

– Ώρα; Μέρος;

– Ωχού…. Εννιάμισι στο Κουκάκι. Εντάξει τώρα;

– Το καλό που σου θέλω. Θα πω και στους υπόλοιπους. Δε πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Είπαμε αλλά όχι κι έτσι. Δουλεία οκ, σπίτι οκ, εξετάσεις οκ. Τι άλλο θες;

– Τίποτα… Εντάξει όλα καλά…

– Εγώ το ξέρω, εσύ;

– Κι εγώ…

– Ωραία. Τι θα κάνεις τώρα;

– Θα απλώσω ένα πλυντήριο, θα πεταχτώ σούπερ και θα πάω μέχρι τη Μάνα μου. Έχει κάνει ρεβίθια.

– Οκ οκ. Δε σε πρήζω άλλο. Αλλά αλήθεια στο λέω, αν ακυρώσεις πάλι, θα σε πλακώσω στις μάπες.

– Όχι λέμε! Θα βάλω και καινούργιο φουστάνι. Άσπρο για να φαίνομαι στο σκοτάδι και να μη με χάνετε.

– Ωραία. Μιλάμε πάλι.

– Φιλιά.

Κλειδιά στο χέρι, λίστα στο πορτοφόλι, αθλητικά στα πόδια. Κλείνει τη πόρτα πιο δυνατά από όσο θα ήθελε. Ήλιος μουντός κι αρρωστιάρικος. Υγρασία. Φθινόπωρο.

Βήμα βιαστικό. Καλημέρες στη ταμία. Ψώνια στο πόδι.

“ Ναι όλα οκ. Δίκιο έχει και μου φωνάζει. Αλλά και πάλι τι να του πω κι αυτού; Τον τελευταίο καιρό δε μπορώ να τα βάλω καλά καλά σε σειρά μες το κεφάλι μου, πόσο μάλλον να τα πω σε άλλο. Κι είναι κι αυτή η απογοήτευση, η ύπουλη. Εκείνη που σε τρώει υπογείως κάθε φορά που λες πως δε περίμενες κάτι διαφορετικό. Κι αφού δε περίμενα κάτι διαφορετικό, γιατί νιώθω αυτή τη…, τη….; Ούτε κι εγώ δε ξέρω πως να τη πω…”

– Θα θέλατε κάτι άλλο;

-Ε; Ε όχι όχι. Μια χαρά είναι αυτά.

Πληρώνει στα γρήγορα. Σπίτι στο 5λεπτο. Χτυπάει τηλέφωνο ενώ κρατάει μια λεκάνη με βρεγμένα ρούχα που μάλλον ζυγίζουν περισσότερο από την ίδια.

“ Έλα, ναι δεν αργώ. Τα λέμε σε λίγο. Φιλιά”

40 λεπτά και 2 λεωφορεία αργότερα, καθισμένες σε ένα μικρό τραπέζι, σε μια κουζίνα κάπου στα πιο βόρεια.

– Και πότε ξεκινάς;

– Από Δευτέρα.

– Ωραία. Πάει κι αυτό. Όλα καλά τώρα. Τις εξετάσεις σου να κάνεις!

– Τις έκανα.

– Και;

– Και όλα καλά κι εκεί.

– Ωραία. Πάει κι αυτό. Όλα καλά τώρα. Γιατί γελάς παιδάκι μου;

– Το ξανάπες ακριβώς έτσι.

– Μα δε ξέρεις τι στεναχώρια είχα τόσο καιρό. Μη κοιτάς που δε σου έλεγα τίποτα. Δεν ήθελα να σε αγχώσω.

– Φαντάσου να έλεγες…

– Τι είπες;

– Τίποτα Μανούλα μου. Πως σ’αγαπάω είπα.

– Κι εγώ.

“Πόσα σ’αγαπάω είπαμε δυνατά στα ψέματα οι άνθρωποι;

Πόσα ψιθυρίσαμε στ’άληθεια από φόβο;

Γενικά πόσα κατά συνθήκη ψέματα λέμε ο ένας στον άλλο;

Και γιατί;

Από κεκτημένη ταχύτητα;

Ποιός ο λόγος να απαντάμε γρήγορα;

Και γιατί να απαντάμε, αν δεν έχουμε να πούμε κάτι που είναι αλήθεια;

Από ευγένεια;

Και πάλι ποιά ευγένεια έχει το να πεις κάτι που δεν είναι αλήθεια;

Γενικά γιατί μιλάμε οι άνθρωποι;

Αφού όταν μιλάμε, τα κάνουμε σκατά;…”

Το κακό με τις συγκοινωνίες σε μακρινές αποστάσεις είναι το ότι σου δίνουν χρόνο να σκεφτείς. Δεν είναι σε φάση που θα έπρεπε να έχει χρόνο για να σκεφτεί.

Φτάνει σπίτι. Ρούχα στο πάτωμα. Ακίνητη κάτω από το καυτό νερό της ντουζιέρας. 40 λεπτά Καθαρτηρίου….

1 μέρα πριν….

– Άνοιξε.

– Ανοίγω. Αύριο δεν είπαμε;

– Ναι αλλά ήμασταν στη γειτονιά και κρατάγαμε καφέδες.

– Οκ.

– Πειράζει;

– Όχι.

Μπουφάν και κράνη στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Καθένας ακροβολισμένος στη γωνιά του στους γύρω καναπέδες και πολυθρόνες.

– Και για πες.

– Τι να πω ρε σεις; Όλα καλά. Τι σας έχει πιάσει;

– Τίποτα! Γιατί να μας έχει πιάσει κάτι;

– Γιατί νιώθω λες και κάνετε εφόδους για να δείτε αν είμαι καλά.

– Εντάξει, εδώ που τα λέμε, ήταν ζόρικο καλοκαίρι για όλους μας.

– Ναι αλλά όλα τώρα είναι στη θέση τους. Έτσι δεν είπαμε; Όλοι έχουμε δουλειά, όλοι έχουμε σπίτι, όλοι έχουμε σκατένια κι ακαταλαβίστικα γκομενικά κι όλοι έχουμε ο ένας τον άλλο. Άρα;

– Άρα όλα καλά!

– Κι άλλωστε μη ξεχνάτε, εμείς είμαστε σαν την ομάδα του Ασπάλαθου.

– Δηλαδή;

– Δηλαδή τα καλύτερα μας γκολ, δε τα έχουμε φάει ακόμα!

– Ε ναι! Εμπρός λοιπόν Λαέ για τον τοίχο το σαγρέ!!

– Γιατί σαγρέ;

– Ε γιατί αν είναι να φας τα μούτρα σου, να είναι χαρντκορίλα!

– Σωστά! Αν είναι να κάνεις μια δουλεία, κάν’ την σωστά! Αλλιώς μη τη κάνεις καθόλου…

– Άντε ρε βλάκες που κάθομαι και σας ακούω τόση ώρα. Κι ο ένας κι η άλλη με τις συναισθηματικές σας μαλακίες….

– Τον χάλασε τον τεχνοκράτη.

– Ναι τον θίξαμε τον ορθολογιστή.

– Λοιπόν και τώρα που με τσεκάρατε, δε πάτε στην ευχή του Βούδα;

– Μας διώχνεις ρε;;

– Ναι ρε! Τι είναι αυτά;;

– Αύριο, από τις εννιάμισι και μετά, θα είμαι όλη δική σας. Θα με φάτε στη μάπα λέμε.

– Καλά, με τέτοιες διαστάσεις, δε θα βαρυστομαχιάσουμε κιόλας!

– Άντε ρε μπαγλαμάδες από εδώ.

Το ίδιο βράδυ….

Αποπνιχτική Συγγρού. Βάζεις ζακέτα; Κολλάει το πετσί σου. Βγάζεις ζακέτα; Νιώθεις κάτι να τρυπάει τα κόκαλά σου. Φθινόπωρο στο κέντρο. Κάτι σα κι εκείνο το καλόκαρδο κάθαρμα που θα γουστάρεις παράφορα. Το περιμένεις και το θες αλλά ξέρεις από το πρώτο φιλί πως δε θα περάσεις καλά. Πως δε θα τελειώσει καλά. Το ζητάει ο οργανισμός σου όμως μετά τη ξεραΐλα του καλοκαιριού.

Στρίβει δεξιά. Ο πεζόδρομος γεμάτος. Το άσπρο φουστάνι ίσως να φαίνεται λίγο παραπάνω από όσο θα ήθελε. Λίγο πριν το αδέξιο, οπτικό ψάξιμο στα γύρω τραπέζια κι εκείνη την ηλίθια αμηχανία, μια φωνή θα σώσει τη κατάσταση.

– Οϊ Οϊ!!

– Ahoy!

– Σε καράβι είμαστε;; Τι Αhoy;; Τι φάση;;

– Ε τώρα αυτό μου ήρθε.

– (Ένα μηλίτη στη κοπέλα!) Είδες; Για να μη λες πως δε σε προσέχουμε!!

– Είπα εγώ πότε τέτοιο πράγμα; Να πέσει φωτιά να με κάψει, στο στεφάνι που περιμένω!!

– Α καλά!! Κάρβουνο το βλέπω το στεφάνι!

– Και πολύ καλά κάνεις γιατί δε περιμένω κανένα στεφάνι. Ούτε αυτά που στέλνουν στις κηδείες.

Δωρεές να κάνετε έτσι και ψοφήσω, ακούτε;;

– Άντε ρε από δω!….

Κυλάει η ώρα, όπως κυλάνε πάντα τέτοιες ώρες. Γέλια, αμπελοφιλοσοφίες, χαζοτσεκαρίσματα με τα απέναντι τραπέζια. Μπύρες και μηλίτες πάνε κι έρχονται μαζί με μπωλάκια με φιστίκια, pop corn, τα άλλα τα κωνικά με τυρί που της αρέσουν και που τα τσακίζει κι όλοι της τα αφήνουν γιατί ξέρουν πως πάλι τη παιδεύει το στομάχι της και είναι νηστική εδώ και μέρες.

Και κάπου εκεί μεταξύ 4 και 5 μπύρας, 4 και 5 μηλίτη, πάνω που η μουσική έχει αρχίσει και δυναμώνει κι όσοι είναι να καυλαντίσουν, καυβλαντίζουν ήδη με όσους χαζοτσεκάρανε στα διπλανά τραπέζια, έρχονται και οι ερωτήσεις που δε θέλει να απαντήσει. Όχι γιατί κρύβει κάτι, αλλά γιατί δεν έχει κάτι να απαντήσει.

– Και για πες, τώρα που δεν ακούει ο τεχνοκράτης, είχες κανένα νέο;

– Όχι ρε! Τι νέο να είχα; Μα δε περίμενα να έχω κιόλας να σου πω την αλήθεια μου.

– Γιατί;

– Τι γιατί; Πολλά μπορείς να με πεις. Αφελή δεν είναι ένα από αυτά.

– Τι να πω;

– Τίποτα να μη πεις, Δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Τα κατά συνθήκη ψεύδη κι η ευγένεια έχει ρημάξει ό,τι έχει απομείνει.

– Τι είπες; Σόρρυ κάνει φασαρία και δε σε ακούω γαμώτο.

– “Πώς νιώθουμε παράφορα, πως ζούμε έτσι αδιάφορα” λέω μα το χει πει κι ο Μάλαμας με μεγαλύτερη επιτυχία πολύ πριν από μένα…

– Ψιτ το κινητό σου!

– Ε;;

– Το κινητό σου λέω. Φωτίζει.

– Α ναι….

– Ψιτ; Μόνη σου το είπες. Εμείς είμαστε σα τον Ασπάλαθο!

– Σωστά… Τα καλύτερα μας γκολ δε τα έχουμε φάει ακόμα….

– Θα το σηκώσεις;

– Γιατί να το σηκώσω;

– Γιατί ξέρεις πως είναι “λάθος”, αλλά κατά βάθος σου συμφωνείς με το Βασιλάκη που το χει καλύτερα πολύ πριν από μας και με μεγαλύτερη επιτυχία.

– Δηλαδή;

– Δηλαδή:

“Άσε με να κάνω λάθος
Μη παριστάνεις το Θεό
Δε μ’ αρέσουν οι σωτήρες
Δε γουστάρω να σωθώ
Δεν πειράζει αν μετά θα μετανιώσω
Δεν τρέχει τίποτα αν διπλά θα κουραστώ
Δε με νοιάζει απογοήτευση αν νιώσω
Αφού ξέρω πώς έπαιξα και ‘γω “

– Κάτι τέτοια μας έχουν φάει το ξέρεις έτσι;

– Εγώ ξέρω πως το κινητό σου ξαναβαράει…..

– Πάω πιο έξω. Εδώ δε θα ακούω έτσι κι αλλιώς…

– Άντε το κορίτσι μου!

Σφύριγμα φρένων. Δυνατός κρότος. Μαρσάρισμα. Φώτα που χάνονται με μεγάλη ταχύτητα. Μυρωδιά από λάστιχα που σπινιάρουν στην άσφαλτο και σκουριά.

Ξέρεις τι μυρίζει σα σκουριά;…

Κόσμος φωνάζει. Δυο τύποι τρέχουν. Οι σειρήνες άργησαν να έρθουν….

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s